μηχανοποιός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui fabrique des machines de guerre, ingénieur.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]], [[ποιέω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui fabrique des machines de guerre, ingénieur.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μηχᾰνοποιός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[механик]], [[инженер]] Plat., Xen., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (театральный), [[машинист]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηχᾰνοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[μηχανικός]], [[κατασκευαστής]] πολεμικών μηχανών, σε Πλάτ., Ξεν.· [[μηχανικός]] θεάτρου ([[χειριστής]] θεατρικών μηχανημάτων), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μηχᾰνοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[μηχανικός]], [[κατασκευαστής]] πολεμικών μηχανών, σε Πλάτ., Ξεν.· [[μηχανικός]] θεάτρου ([[χειριστής]] θεατρικών μηχανημάτων), σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηχᾰνοποιός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[механик]], [[инженер]] Plat., Xen., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (театральный), [[машинист]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνοποιός Medium diacritics: μηχανοποιός Low diacritics: μηχανοποιός Capitals: ΜΗΧΑΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: mēchanopoiós Transliteration B: mēchanopoios Transliteration C: michanopoios Beta Code: mhxanopoio/s

English (LSJ)

ὁ, A maker of engines or machines, engineer, Pl.Grg.512b, X.Cyr.6.1.22, Ostr.Bodl. i 304 (ii B. C.), Sallust.8. 2 machinist of the theatre, Ar.Pax 174, Fr. 188. 3 metaph., μ. τῆς ὅλης ὑποθέσεως Jul.Or.2.59b. II Adj. μ. πλῆθος multitude of siege-engines, Memn.37.

German (Pape)

[Seite 181] Maschinen verfertigend; Ar. Pax 174; Plat. Gorg. 512 b; Xen. Cyr. 6, 1, 22 u. A.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fabrique des machines de guerre, ingénieur.
Étymologie: μηχανή, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνοποιός:
1) механик, инженер Plat., Xen., Plut.;
2) (театральный), машинист Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων μηχανὰς πολεμικάς, Πλάτ. Γοργ. 512Β, ξεν. Κύρ. 1, 22 κτλ.· ὁ μηχανικὸς τοῦ θεάτρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 174, πρβλ. Ἀποσπ. 234.

Greek Monolingual

ο (Α μηχανοποιός)
νεοελλ.
αυτός που κατασκευάζει μηχανές, ο μηχανουργός
αρχ.
1. αυτός που κατασκευάζει πολεμικές μηχανές
2. ο μηχανικός του θεάτρου
3. μτφ. δράστης ή αίτιος μιας κατάστασης από δική του επίνοια και ενέργεια
4. φρ. «μηχανοποιὸν πλῆθος» — πλήθος πολιορκητικών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ποιός].

Greek Monotonic

μηχᾰνοποιός: ὁ (ποιέω), μηχανικός, κατασκευαστής πολεμικών μηχανών, σε Πλάτ., Ξεν.· μηχανικός θεάτρου (χειριστής θεατρικών μηχανημάτων), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μηχᾰνο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
an engineer, maker of war-engines, Plat., Xen.: a theatrical machinist, Ar.

English (Woodhouse)

maker of engines of war

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)