λευκόϊον: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> giroflée blanche, quarantaine, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> boule-de-neige, <i>plante</i>;<br /><b>3</b> essence de giroflée blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ἴον]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> giroflée blanche, quarantaine, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> boule-de-neige, <i>plante</i>;<br /><b>3</b> essence de giroflée blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ἴον]].
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόϊον:''' τό [[левкой]] (Matthiola incana) Arst., Theocr., etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκόϊον:''' [ῐ], τό, αντί λευκὸν [[ἴον]], κυριολεκτικά, [[λευκή]] [[βιολέτα]], [[αλλά]] χρησιμ. και για:<br /><b class="num">I.</b> το [[φυτό]] [[μενεξές]], [[άσπρος]] [[μενεξές]], σε Θεόκρ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> βολβώδες [[φυτό]], «[[νιφάδα]] χιονιού», σε Ανθ.
|lsmtext='''λευκόϊον:''' [ῐ], τό, αντί λευκὸν [[ἴον]], κυριολεκτικά, [[λευκή]] [[βιολέτα]], [[αλλά]] χρησιμ. και για:<br /><b class="num">I.</b> το [[φυτό]] [[μενεξές]], [[άσπρος]] [[μενεξές]], σε Θεόκρ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> βολβώδες [[φυτό]], «[[νιφάδα]] χιονιού», σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόϊον:''' τό [[левкой]] (Matthiola incana) Arst., Theocr., etc.
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόϊον Medium diacritics: λευκόϊον Low diacritics: λευκόϊον Capitals: ΛΕΥΚΟΪΟΝ
Transliteration A: leukóïon Transliteration B: leukoion Transliteration C: lefkoion Beta Code: leuko/i+on

English (LSJ)

[ῐ], τό, for λευκὸν ἴον, lit. A white-violet: I gilliflower, Matthiola incana, Theoc.7.64, Dsc.3.123, etc. II snowdrop, Galanthus nivalis, flowering very early, Thphr.HP6.8.1; joined with the narcissus and lily in AP5.143 (Mel.), 146 (Id.). III λ. τὸ μέλαν, = ἴον τὸ μέλαν, Hp.Nat.Mul. 32.

German (Pape)

[Seite 34] τό, d. i. λευκὸν ἴον, das weiße Veilchen, die Levkoie, von ihrem Geruch benannt, Hippocr.; Pol. 34, 8, 5; Theocr. 7, 64 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 giroflée blanche, quarantaine, plante;
2 boule-de-neige, plante;
3 essence de giroflée blanche.
Étymologie: λευκός, ἴον.

Russian (Dvoretsky)

λευκόϊον: τό левкой (Matthiola incana) Arst., Theocr., etc.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόϊον: τό, ἀντὶ λευκὸν ἴον, κυρίως, ἀλλ’ εὕρηται ὡς ὄνομα διαφόρων φυτῶν, 1) τοῦ ἄσπρου «μενεξέ», Διοσκ. 3. 138, Θεόκρ. 7. 64, κτλ. ΙΙ. βολβώδους τινὸς φυτοῦ, Ἱππ. 570, 48, κτλ.· ἀνθεῖ δὲ λίαν ἐνωρίς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1· καὶ συνεκφέρεται μετὰ τοῦ ναρκίσσου καὶ τοῦ κρίνου ἐν Ἀνθ. Π. 5. 144, 147. Πρβλ. ἴον.

Greek Monotonic

λευκόϊον: [ῐ], τό, αντί λευκὸν ἴον, κυριολεκτικά, λευκή βιολέτα, αλλά χρησιμ. και για:
I. το φυτό μενεξές, άσπρος μενεξές, σε Θεόκρ., κ.λπ.
II. βολβώδες φυτό, «νιφάδα χιονιού», σε Ανθ.