λινόπτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui a l'œil sur la ligne <i>ou</i> sur le filet.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ὄψομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui a l'œil sur la ligne <i>ou</i> sur le filet.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ὄψομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνόπτης:''' ου adj. m внимательно следящий за неводом, высматривающий Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐνόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), αυτός που παρατηρεί τα δίχτυα για να δει αν [[κάτι]] πιάστηκε σε αυτά, σε Αριστ.
|lsmtext='''λῐνόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), αυτός που παρατηρεί τα δίχτυα για να δει αν [[κάτι]] πιάστηκε σε αυτά, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνόπτης:''' ου adj. m внимательно следящий за неводом, высматривающий Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐν-όπτης, ου, ὁ, [[ὄψομαι]], fut. of [[ὁράω]]<br />one who watches nets to see [[whether]] [[anything]] is caught, Arist.
|mdlsjtxt=λῐν-όπτης, ου, ὁ, [[ὄψομαι]], fut. of [[ὁράω]]<br />one who watches nets to see [[whether]] [[anything]] is caught, Arist.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόπτης Medium diacritics: λινόπτης Low diacritics: λινόπτης Capitals: ΛΙΝΟΠΤΗΣ
Transliteration A: linóptēs Transliteration B: linoptēs Transliteration C: linoptis Beta Code: lino/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὄψομαι) one who watches nets to see whether anything is caught, Arist. ap. Sch.Ar.Pax 1178, Poll.5.17, Hsch.

German (Pape)

[Seite 49] ὁ, eigtl. der am Netze Acht giebt, ob sich Etwas darin fängt, u. übh. der auf Etwas aufpaßt, VLL.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui a l'œil sur la ligne ou sur le filet.
Étymologie: λίνον, ὄψομαι.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόπτης: ου adj. m внимательно следящий за неводом, высматривающий Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπτης: -ου, ὁ, (ὄψομαι) ὁ παραφυλάττων τὰ δίκτυα ὅπως ἴδῃ ἂν συνελήφθη τι, Ἀριστ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1178, Πολυδ. Εʹ, 17, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λινόπτης, ὁ (Α)
αυτός που παρατηρεί τα δίχτια για να δει αν έχει συλληφθεί κάτι σε αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -όπτης (< θ. ὀπ- του ὄπωπα), πρβλ. επόπτης, υπερόπτης].

Greek Monotonic

λῐνόπτης: -ου, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), αυτός που παρατηρεί τα δίχτυα για να δει αν κάτι πιάστηκε σε αυτά, σε Αριστ.

Middle Liddell

λῐν-όπτης, ου, ὁ, ὄψομαι, fut. of ὁράω
one who watches nets to see whether anything is caught, Arist.