λώτισμα: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />la fleur, <i>càd</i> la partie délicate d'une chose.<br />'''Étymologie:''' [[λωτίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />la fleur, <i>càd</i> la partie délicate d'une chose.<br />'''Étymologie:''' [[λωτίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λώτισμα:''' ατος τό краса, цвет (γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λώτισμα:''' -ατος, τό, [[λουλούδι]], [[άνθος]]· μεταφ., το ωραιότερο, το εκλεκτότερο, το άριστο, σε Ευρ.
|lsmtext='''λώτισμα:''' -ατος, τό, [[λουλούδι]], [[άνθος]]· μεταφ., το ωραιότερο, το εκλεκτότερο, το άριστο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λώτισμα:''' ατος τό краса, цвет (γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λώτισμα]], ατος, εος,<br />a [[flower]]: metaph. the fairest, choicest, [[best]], Eur.
|mdlsjtxt=[[λώτισμα]], ατος, εος,<br />a [[flower]]: metaph. the fairest, choicest, [[best]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λώτισμα Medium diacritics: λώτισμα Low diacritics: λώτισμα Capitals: ΛΩΤΙΣΜΑ
Transliteration A: lṓtisma Transliteration B: lōtisma Transliteration C: lotisma Beta Code: lw/tisma

English (LSJ)

ατος, τό, a flower: metaph., like ἄνθος and ἄωτος, the fairest, choicest, best, γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα E.Hel.1593, cf. A.Fr.99.17a.

German (Pape)

[Seite 76] τό, die Blüthe, das Höchste, Schönste in seiner Art, ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα, Eur. Hel. 1609.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
la fleur, càd la partie délicate d'une chose.
Étymologie: λωτίζω.

Russian (Dvoretsky)

λώτισμα: ατος τό краса, цвет (γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λώτισμα: τό, ἄνθος: μεταφορ. ὡς τὸ ἄνθος καὶ ἄωτος, τὸ ὡραιότατον, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον, τὸ ἐξοχώτατον μέρος, γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Εὐρ. Ἑλ. 1593· πρβλ. λωτίζομαι. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λώτισμα· οἱ πρῶτοι, καὶ ἐπίλεκτοι».

Greek Monolingual

λώτισμα, τὸ (Α) λωτίζομαι)
1. άνθος
2. μτφ. το απάνθισμα, καθετί το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο («ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

λώτισμα: -ατος, τό, λουλούδι, άνθος· μεταφ., το ωραιότερο, το εκλεκτότερο, το άριστο, σε Ευρ.

Middle Liddell

λώτισμα, ατος, εος,
a flower: metaph. the fairest, choicest, best, Eur.