λυσιμελής: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui relâche <i>ou</i> affaiblit les membres.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[μέλος]].
|btext=ής, ές :<br />qui relâche <i>ou</i> affaiblit les membres.<br />'''Étymologie:''' [[λύω]], [[μέλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσῐμελής:''' расслабляющий члены, т. е. обессиливающий ([[ὕπνος]] Hom.; [[θάνατος]] Eur.; [[ἔρως]] [[Sappho]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡσιμελής:''' [ῐ], -ές ([[μέλος]]), αυτός που ξεκουράζει τα [[μέλη]] του σώματος, επίθ. του ύπνου κ.λπ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.
|lsmtext='''λῡσιμελής:''' [ῐ], -ές ([[μέλος]]), αυτός που ξεκουράζει τα [[μέλη]] του σώματος, επίθ. του ύπνου κ.λπ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσῐμελής:''' расслабляющий члены, т. е. обессиливающий ([[ὕπνος]] Hom.; [[θάνατος]] Eur.; [[ἔρως]] [[Sappho]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῡσι-μελής, ές [[μέλος]]<br />[[limb]]-relaxing, of [[sleep]], etc., Od., Hes., etc.
|mdlsjtxt=λῡσι-μελής, ές [[μέλος]]<br />[[limb]]-relaxing, of [[sleep]], etc., Od., Hes., etc.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐμελής Medium diacritics: λυσιμελής Low diacritics: λυσιμελής Capitals: ΛΥΣΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: lysimelḗs Transliteration B: lysimelēs Transliteration C: lysimelis Beta Code: lusimelh/s

English (LSJ)

ές, limb-relaxing, epithet of sleep, Od.20.57, 23.343, Mosch.2.4, etc.; of love, Hes.Th.911, Archil.85, Sapph.40, etc.; of thirst, Thgn.838; of death, E.Supp.47 (lyr.); of wine, sickness, etc., AP11.414 (Hedyl.); of the Furies. Orph.H.70.9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui relâche ou affaiblit les membres.
Étymologie: λύω, μέλος.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐμελής: расслабляющий члены, т. е. обессиливающий (ὕπνος Hom.; θάνατος Eur.; ἔρως Sappho).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιμελής: -ές, ὁ τὰ μέλη τοῦ σώματος λύων, ἐπίθ. τοῦ ὕπνου, Ὀδ. Υ. 57., Ψ. 343, Μόσχ. 2. 4, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ἡσ. Θ 911, Ἀρχίλ. 78, Σαπφὼ 43, κτλ.· ἐπὶ δίψης, Θέογν. 838· ἐπὶ θανάτου, Εὐρ. Ἱκέτ. 46· ἐπὶ οἴνου, ἀσθενείας, κτλ. Ἀνθ. Π. 11. 414· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφ. Ὕμν. 69. 9.

Greek Monolingual

λυσιμελής, -ές (Α)
1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, ατονία τών μελών του σώματος
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμελής, ἡ Λυσιμελής
επίκληση του Ύπνου, του Έρωτος, του Πόθου, του Θανάτου, της Αφροδίτης και του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -μελής (< μέλος), πρβλ. αρτιμελής, θελξιμελής].

Greek Monotonic

λῡσιμελής: [ῐ], -ές (μέλος), αυτός που ξεκουράζει τα μέλη του σώματος, επίθ. του ύπνου κ.λπ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.

Middle Liddell

λῡσι-μελής, ές μέλος
limb-relaxing, of sleep, etc., Od., Hes., etc.