μονομαχικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un combat singulier;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> de gladiateur.<br />'''Étymologie:''' [[μονομάχος]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un combat singulier;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> de gladiateur.<br />'''Étymologie:''' [[μονομάχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονομᾰχικός:''' [[свойственный участникам единоборства]] ([[φιλοτιμία]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονομᾰχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή συμβαίνει στη [[μονομαχία]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''μονομᾰχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή συμβαίνει στη [[μονομαχία]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονομᾰχικός:''' [[свойственный участникам единоборства]] ([[φιλοτιμία]] Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονομᾰχικός, ή, όν<br />of or in [[single]] [[combat]], Polyb. [from μονομᾰ́χος]
|mdlsjtxt=μονομᾰχικός, ή, όν<br />of or in [[single]] [[combat]], Polyb. [from μονομᾰ́χος]
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχικός Medium diacritics: μονομαχικός Low diacritics: μονομαχικός Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΙΚΟΣ
Transliteration A: monomachikós Transliteration B: monomachikos Transliteration C: monomachikos Beta Code: monomaxiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or in single combat, μ. φιλοτιμία Plb.1.45.9. II gladiatorial, φάρμακον Aët.15.13; χρήματα D.C.72.19.

German (Pape)

[Seite 204] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, φιλοτιμία, Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui convient pour un combat singulier;
2 à Rome de gladiateur.
Étymologie: μονομάχος.

Russian (Dvoretsky)

μονομᾰχικός: свойственный участникам единоборства (φιλοτιμία Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. φιλοτιμία Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα χάριν μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.

Greek Monolingual

μονομαχικός, -ή, -όν (Α) μονομάχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη μονομαχία
2. αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.).

Greek Monotonic

μονομᾰχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή συμβαίνει στη μονομαχία, σε Πολύβ.

Middle Liddell

μονομᾰχικός, ή, όν
of or in single combat, Polyb. [from μονομᾰ́χος]