μύστρον: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> cuiller;<br /><b>2</b> mystre, <i>mesure de deux cuillerées</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μύζω]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> cuiller;<br /><b>2</b> mystre, <i>mesure de deux cuillerées</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μύζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μύστρον:''' τό [[мистр]] (мера жидкостей = ок. 0.01 л) Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μύστρον]], τὸ (ΑΜ, Α και [[μύστρος]], ὁ)<br />[[κοχλιάριο]], [[κουτάλι]] («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.)<br /><b>μσν.</b><br />[[μέτρο]] χωρητικότητας ίσο με δύο [[κοχλιάρια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μυστίλη]] <br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μύστρου [[πλῆθος]]» — πλήρες [[κοχλιάριο]] ως [[δόση]] φαρμάκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μυστίλη]]. | |mltxt=[[μύστρον]], τὸ (ΑΜ, Α και [[μύστρος]], ὁ)<br />[[κοχλιάριο]], [[κουτάλι]] («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.)<br /><b>μσν.</b><br />[[μέτρο]] χωρητικότητας ίσο με δύο [[κοχλιάρια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μυστίλη]] <br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μύστρου [[πλῆθος]]» — πλήρες [[κοχλιάριο]] ως [[δόση]] φαρμάκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μυστίλη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, A = μυστίλη, Nic.Fr.68.8, cf. Ath.3.126a. 2 spoon, Hippoloch. ap. eund.4.129c, Dsc.3.22, POxy.921.25 (iii A. D.), etc.; μύστρου πλῆθος spoonful, as a dose, Archig. ap. Orib.8.2.28, Herod. Med. ap. eund.8.3.2; μ. alone, as a measure, Gal.13.57, 19.770, Hippiatr.Append.p.446.
German (Pape)
[Seite 223] τό, auch μύστρος, ὁ, der Löffel, vgl. Ath. III, 126. XI, 784 b, der das Wort aus Nic. nachweist: ἠρέμα δὲ χλιάον κοίλοις ἐξαίνυσο μύστροις. – Auch ein Maaß, zwei κοχλιάρια habend, Hippiatr.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 cuiller;
2 mystre, mesure de deux cuillerées.
Étymologie: μύζω.
Russian (Dvoretsky)
μύστρον: τό мистр (мера жидкостей = ок. 0.01 л) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μύστρον: τό, = μυστίλη, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 126Α κἑξ.· κοχλιάριον, Ἀθήν. 129Α· ὑποκορ. μυστρίον, Εὐστάθ. 1368. 51: ὡσαύτως μύστρος, ὁ, Πολυδ. ϛʹ, 87. ΙΙ. μέτρον τι ἴσον πρὸς δύο κοχλιάρια, Ἱππιατρ.· ὡσαύτως μυστρίον, Δίδυμ. Ἀλεξ. ΙΙΙ. μυστρίον, τὸ νῦν καλούμενον «μυστρὶ» ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κτίσταις, Ἰω. Διάκονος εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 366.
Greek Monolingual
μύστρον, τὸ (ΑΜ, Α και μύστρος, ὁ)
κοχλιάριο, κουτάλι («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.)
μσν.
μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοχλιάρια
αρχ.
1. μυστίλη
2. φρ. «μύστρου πλῆθος» — πλήρες κοχλιάριο ως δόση φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυστίλη.