παραιφάμενος: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=η, ον :<br />qui réprimande, qui blâme.<br />'''Étymologie:''' part. prés. Moy. poét. de [[παράφημι]].
|btext=η, ον :<br />qui réprimande, qui blâme.<br />'''Étymologie:''' part. prés. Moy. poét. de [[παράφημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραιφάμενος''': -η, -ον, ἐπὶ μετοχῆς μέσ. τοῦ [[παράφημι]], παραινῶ, [[πείθω]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 337, Ἡσ. Θ. 90 ἀλλὰ σὺ τόν γ’ ἐπέεσσι [[παραιφάμενος]] κατέρυκες, «ἀλλὰ σὺ τοῦτον λόγοις παραινέσας παρεκώλυες» (Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 771.
|elnltext=παραιφάμενος ep. ptc. aor. med. van παράφημι.
}}
{{elru
|elrutext='''παραιφάμενος:''' (φᾰ) [part. praes. med. к [[παράφημι]] (тж. [[ἐπέεσσι]] π. Hom.) уговаривающий, увещевающий, убеждающий Hes.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''παραιφάμενος:''' -η, -ον, Μέσ. Επικ. μτχ. του [[παράφημι]],<br /><b class="num">I.</b> [[παρακινητικός]], [[ενθαρρυντικός]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιτιμητικός]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''παραιφάμενος:''' -η, -ον, Μέσ. Επικ. μτχ. του [[παράφημι]],<br /><b class="num">I.</b> [[παρακινητικός]], [[ενθαρρυντικός]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιτιμητικός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραιφάμενος:''' (φᾰ) [part. praes. med. к [[παράφημι]] (тж. [[ἐπέεσσι]] π. Hom.) уговаривающий, увещевающий, убеждающий Hes.
|lstext='''παραιφάμενος''': -η, -ον, ἐπὶ μετοχῆς μέσ. τοῦ [[παράφημι]], παραινῶ, [[πείθω]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 337, Ἡσ. Θ. 90 ἀλλὰ σὺ τόν γ’ ἐπέεσσι [[παραιφάμενος]] κατέρυκες, «ἀλλὰ σὺ τοῦτον λόγοις παραινέσας παρεκώλυες» (Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 771.
}}
{{elnl
|elnltext=παραιφάμενος ep. ptc. aor. med. van παράφημι.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παραι-[[φάμενος]], η, ον [epic [[part]]. mid. of [[παράφημι]]<br /><b class="num">I.</b> exhorting, [[encouraging]], Hhymn., Hes.<br /><b class="num">II.</b> rebuking, Il.
|mdlsjtxt=παραι-[[φάμενος]], η, ον [epic [[part]]. mid. of [[παράφημι]]<br /><b class="num">I.</b> exhorting, [[encouraging]], Hhymn., Hes.<br /><b class="num">II.</b> rebuking, Il.
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραιφάμενος Medium diacritics: παραιφάμενος Low diacritics: παραιφάμενος Capitals: ΠΑΡΑΙΦΑΜΕΝΟΣ
Transliteration A: paraiphámenos Transliteration B: paraiphamenos Transliteration C: paraifamenos Beta Code: paraifa/menos

English (LSJ)

η, ον, Ep. part. Med. of παράφημι, talking over, persuading, Il.24.771, h.Cer.336, Hes.Th.90.

German (Pape)

[Seite 480] part. praes. med. von παράφημι, zuredend, ermunternd, Il. 24, 771, h. Cer. 337, Hes. Th. 90.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui réprimande, qui blâme.
Étymologie: part. prés. Moy. poét. de παράφημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραιφάμενος ep. ptc. aor. med. van παράφημι.

Russian (Dvoretsky)

παραιφάμενος: (φᾰ) [part. praes. med. к παράφημι (тж. ἐπέεσσι π. Hom.) уговаривающий, увещевающий, убеждающий Hes.

English (Autenrieth)

see παράφημι.

Greek Monolingual

-ένη, -ον, Α
βλ. παράφημι.

Greek Monotonic

παραιφάμενος: -η, -ον, Μέσ. Επικ. μτχ. του παράφημι,
I. παρακινητικός, ενθαρρυντικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
II. επιτιμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

παραιφάμενος: -η, -ον, ἐπὶ μετοχῆς μέσ. τοῦ παράφημι, παραινῶ, πείθω, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 337, Ἡσ. Θ. 90 ἀλλὰ σὺ τόν γ’ ἐπέεσσι παραιφάμενος κατέρυκες, «ἀλλὰ σὺ τοῦτον λόγοις παραινέσας παρεκώλυες» (Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 771.

Middle Liddell

παραι-φάμενος, η, ον [epic part. mid. of παράφημι
I. exhorting, encouraging, Hhymn., Hes.
II. rebuking, Il.