παρηορία: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />trait pour attacher un cheval de main.<br />'''Étymologie:''' [[παρήορος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />trait pour attacher un cheval de main.<br />'''Étymologie:''' [[παρήορος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παρηορία -ας, ἡ [παρήορος] (zij)teugel, zijriem, zijlijn. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρηορία:''' ἡ (только pl.) упряжь пристяжной лошади, пристяжка Hom. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''παρηορία:''' ἡ, στον πληθ., ιμάντες, δηλ. λουριά με τα οποία το [[άλογο]] δένεται δίπλα στην [[άμαξα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει</i>, δάμασε τον Πήγασο με χαλινάρια, στο ίδ. | |lsmtext='''παρηορία:''' ἡ, στον πληθ., ιμάντες, δηλ. λουριά με τα οποία το [[άλογο]] δένεται δίπλα στην [[άμαξα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει</i>, δάμασε τον Πήγασο με χαλινάρια, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παρηορία''': ἡ, ἐν τῷ πληθ., αἱ τοῦ παρηόρου ἵππου ταινίαι, αἱ παραζεύξεις, ὅ ἐστιν οἱ [[ἔξωθεν]] παρατεταμένοι ἱμάντες, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Ἰλ. Θ. 87˙ ἐν δὲ παρηορίῃσιν ... Πήδασον ἵει, ἐν δὲ ταῖς ἔξω τοῦ ζυγοῦ ἡνίαις ἔζευξε τὸν Πήδ., Π. 152. ΙΙ. τὰ πλάγια οἱουδήποτε πράγματος, [[οἷον]] ποταμοῦ, Ἄρατ. 600. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[παρηορία]], ἡ,<br />in pl. [[side]]-[[traces]], i. e. the [[traces]] by [[which]] the [[outside]] [[horse]] (παρήοροσ) was harnessed [[beside]] the [[regular]] [[pair]], Il.; ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει he harnessed [[Pedasus]] with [[side]]-[[traces]], Il. | |mdlsjtxt=[[παρηορία]], ἡ,<br />in pl. [[side]]-[[traces]], i. e. the [[traces]] by [[which]] the [[outside]] [[horse]] (παρήοροσ) was harnessed [[beside]] the [[regular]] [[pair]], Il.; ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει he harnessed [[Pedasus]] with [[side]]-[[traces]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, in plural, A side-traces, by which the παρήορος was attached beside the regular pair, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Il.8.87; ἐν δὲ παρηο ρίῃσι… Πήδασον ἵει he harnessed Pedasus with side-traces, 16.152. II in plural, outlying reaches of a river, Arat.600.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
trait pour attacher un cheval de main.
Étymologie: παρήορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρηορία -ας, ἡ [παρήορος] (zij)teugel, zijriem, zijlijn.
Russian (Dvoretsky)
παρηορία: ἡ (только pl.) упряжь пристяжной лошади, пристяжка Hom.
Greek Monolingual
ἡ, Α παρήορος
στον πληθ. αἱ παρηορίαι
α) οι τεντωμένοι ιμάντες με τους οποίους δένονταν ο παρήορος δίπλα στα ζευγμένα άλογα του άρματος
β) οι εκτάσεις που βρίσκονται και στις δύο πλευρές ποταμού, παραποτάμιες εκτάσεις.
Greek Monotonic
παρηορία: ἡ, στον πληθ., ιμάντες, δηλ. λουριά με τα οποία το άλογο δένεται δίπλα στην άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει, δάμασε τον Πήγασο με χαλινάρια, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
παρηορία: ἡ, ἐν τῷ πληθ., αἱ τοῦ παρηόρου ἵππου ταινίαι, αἱ παραζεύξεις, ὅ ἐστιν οἱ ἔξωθεν παρατεταμένοι ἱμάντες, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Ἰλ. Θ. 87˙ ἐν δὲ παρηορίῃσιν ... Πήδασον ἵει, ἐν δὲ ταῖς ἔξω τοῦ ζυγοῦ ἡνίαις ἔζευξε τὸν Πήδ., Π. 152. ΙΙ. τὰ πλάγια οἱουδήποτε πράγματος, οἷον ποταμοῦ, Ἄρατ. 600.
Middle Liddell
παρηορία, ἡ,
in pl. side-traces, i. e. the traces by which the outside horse (παρήοροσ) was harnessed beside the regular pair, Il.; ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει he harnessed Pedasus with side-traces, Il.