περαντικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />apte à accomplir, à achever, à conclure ; <i>t. de log.</i> περαντικὸς [[λόγος]] sorte de syllogisme.<br />'''Étymologie:''' [[περαίνω]].
|btext=ή, όν :<br />apte à accomplir, à achever, à conclure ; <i>t. de log.</i> περαντικὸς [[λόγος]] sorte de syllogisme.<br />'''Étymologie:''' [[περαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περαντικός''': -ή, -όν, ([[περαίνω]]) καταλήγων εἰς [[συμπέρασμα]], [[λογικός]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1378· π. [[λόγος]], [[εἶδος]] συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 78. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[περαντικός]], [[πέρας]] ἐπιτιθεὶς τοῖς λόγοις»
|elnltext=περαντικός -ή -όν [περαίνω] overtuigend.
}}
{{elru
|elrutext='''περαντικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[логически рассуждающий]], [[убедительный]] (sc. [[ἀνήρ]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[логический]] ([[λόγος]] Diog. L.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περαντικός:''' -ή, -όν ([[περαίνω]]), [[τελικός]], [[τελειωτικός]], [[αμφισβήτητος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''περαντικός:''' -ή, -όν ([[περαίνω]]), [[τελικός]], [[τελειωτικός]], [[αμφισβήτητος]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περαντικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[логически рассуждающий]], [[убедительный]] (sc. [[ἀνήρ]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[логический]] ([[λόγος]] Diog. L.).
|lstext='''περαντικός''': -ή, -όν, ([[περαίνω]]) καταλήγων εἰς [[συμπέρασμα]], [[λογικός]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1378· π. [[λόγος]], [[εἶδος]] συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 78. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[περαντικός]], [[πέρας]] ἐπιτιθεὶς τοῖς λόγοις»
}}
{{elnl
|elnltext=περαντικός -ή -όν [περαίνω] overtuigend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περαντικός]], ή, όν [[περαίνω]]<br />[[conclusive]], [[logical]], Ar.
|mdlsjtxt=[[περαντικός]], ή, όν [[περαίνω]]<br />[[conclusive]], [[logical]], Ar.
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαντικός Medium diacritics: περαντικός Low diacritics: περαντικός Capitals: ΠΕΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perantikós Transliteration B: perantikos Transliteration C: perantikos Beta Code: perantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A conclusive, Ar. Eq.1378; π. λόγος, a kind of syllogism, Stoic.2.77, cf. Gal.18(1).219. II περαντικά, τά, dub. sens. in POxy.2032.61 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 563] zum Vollenden, Folgern geschickt, Ar. Equ. 1375, Schol. δυνάμενος πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθέναι, wie B. A. 60 περαντικὸς ῥήτωρ erklärt wird durch ὁ πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθεὶς ἐν ταῖς ἀποδείξεσι διὰ δύναμιν λόγων, also der tüchtige, seine Sache durchsetzende Redner.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
apte à accomplir, à achever, à conclure ; t. de log. περαντικὸς λόγος sorte de syllogisme.
Étymologie: περαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περαντικός -ή -όν [περαίνω] overtuigend.

Russian (Dvoretsky)

περαντικός:
1) логически рассуждающий, убедительный (sc. ἀνήρ Arph.);
2) логический (λόγος Diog. L.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περαίνω
αυτός που οδηγεί σε συμπέρασμα, συμπερασματικός, λογικός
2. φρ. «περαντικὸς λόγος»
(φιλοσ.) είδος συλλογισμού.

Greek Monotonic

περαντικός: -ή, -όν (περαίνω), τελικός, τελειωτικός, αμφισβήτητος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περαντικός: -ή, -όν, (περαίνω) καταλήγων εἰς συμπέρασμα, λογικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1378· π. λόγος, εἶδος συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 78. - Κατὰ Σουΐδ.: «περαντικός, πέρας ἐπιτιθεὶς τοῖς λόγοις»

Middle Liddell

περαντικός, ή, όν περαίνω
conclusive, logical, Ar.