πλαγίαυλος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />flûte traversière.<br />'''Étymologie:''' [[πλάγιος]], [[αὐλός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />flûte traversière.<br />'''Étymologie:''' [[πλάγιος]], [[αὐλός]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλαγίαυλος -ου, ὁ [πλάγιος, αὐλός] dwarsfluit.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰγίαυλος:''' ὁ [[поперечная свирель]], [[флейта]] Theocr., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰγίαυλος:''' ὁ, [[πλάγιος]] [[αυλός]] αντίθ. προς το [[κλαρίνο]], σε Θεόκρ., Βίωνα.
|lsmtext='''πλᾰγίαυλος:''' ὁ, [[πλάγιος]] [[αυλός]] αντίθ. προς το [[κλαρίνο]], σε Θεόκρ., Βίωνα.
}}
{{elnl
|elnltext=πλαγίαυλος -ου, ὁ [πλάγιος, αὐλός] dwarsfluit.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰγίαυλος:''' ὁ [[поперечная свирель]], [[флейта]] Theocr., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλᾰγί-αυλος, ὁ,<br />the [[cross]]-[[flute]], as opp. to the [[flute]]-a-bec, Theocr., [[Bion]].
|mdlsjtxt=πλᾰγί-αυλος, ὁ,<br />the [[cross]]-[[flute]], as opp. to the [[flute]]-a-bec, Theocr., [[Bion]].
}}
}}

Revision as of 23:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰγίαυλος Medium diacritics: πλαγίαυλος Low diacritics: πλαγίαυλος Capitals: ΠΛΑΓΙΑΥΛΟΣ
Transliteration A: plagíaulos Transliteration B: plagiaulos Transliteration C: plagiavlos Beta Code: plagi/aulos

English (LSJ)

ὁ, cross-flute, opp. flûte-à-bec, Theoc. 20.29, Bion Fr.7, etc.; cf. πλάγιος.

German (Pape)

[Seite 623] ὁ, die Querflöte, Erfindung des Pan; Theocr. 20, 29; Bion 3, 7; Philodem. 22 (XI, 34); Ael. H. A. 6, 19; vgl. Arist. H. A. 2, 12 u. Ath. IV, 175 e; sonst πλάγιος αὐλός. – Als adj. die Querflöte spielend (?).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
flûte traversière.
Étymologie: πλάγιος, αὐλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλαγίαυλος -ου, ὁ [πλάγιος, αὐλός] dwarsfluit.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰγίαυλος:поперечная свирель, флейта Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγίαυλος: ὁ, πλάγιος αὐλός, ὁ παιζόμενος πλαγίως ὡς τὸ νῦν «φλάουτον», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ὄρθιον τὸν μετὰ γλωττίδος ὡς τὸ νῦν «κλαρινέτον», Θεόκρ. 20. 29, Βίων 3. 7, κτλ.· ἀλλαχοῦ πλάγιος αὐλός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
μουσ. λόγια ονομασία του φλάουτου, ξύλινου πνευστού οργάνου σε σχήμα αυλού, το οποίο έχει την προστομίδα πλαγίως στο επάνω άκρο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + αὐλός.

Greek Monotonic

πλᾰγίαυλος: ὁ, πλάγιος αυλός αντίθ. προς το κλαρίνο, σε Θεόκρ., Βίωνα.

Middle Liddell

πλᾰγί-αυλος, ὁ,
the cross-flute, as opp. to the flute-a-bec, Theocr., Bion.