Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πικρόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />dont les noces <i>ou</i> l'hymen sont amers.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[γάμος]].
|btext=ος, ον :<br />dont les noces <i>ou</i> l'hymen sont amers.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[γάμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πικρόγᾰμος''': -ον, ὁ πικρὸν συνάψας γάμον, πάντες κ’ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἑαυτῶν τὸν γάμον τοῦτον μνηστευσόμενοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 266, Δ. 346, Ρ. 137.
|elnltext=πικρόγαμος -ον [πικρός, γάμος] een bittere bruiloft krijgend.
}}
{{elru
|elrutext='''πικρόγᾰμος:''' [[несчастный в браке или сватовстве]] (ὠκύμορός τε π. τε Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πικρόγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πικρόγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πικρόγᾰμος:''' [[несчастный в браке или сватовстве]] (ὠκύμορός τε π. τε Hom.).
|lstext='''πικρόγᾰμος''': -ον, ὁ πικρὸν συνάψας γάμον, πάντες κ’ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἑαυτῶν τὸν γάμον τοῦτον μνηστευσόμενοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 266, Δ. 346, Ρ. 137.
}}
{{elnl
|elnltext=πικρόγαμος -ον [πικρός, γάμος] een bittere bruiloft krijgend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πικρό-γᾰμος, ον,<br />[[miserably]] married, Od.
|mdlsjtxt=πικρό-γᾰμος, ον,<br />[[miserably]] married, Od.
}}
}}

Revision as of 21:21, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόγᾰμος Medium diacritics: πικρόγαμος Low diacritics: πικρόγαμος Capitals: ΠΙΚΡΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: pikrógamos Transliteration B: pikrogamos Transliteration C: pikrogamos Beta Code: pikro/gamos

English (LSJ)

ον, attaining a bitter kind of marriage (cf. πικρός III), Od.1.266, al., Hld.5.30, 7.28.

German (Pape)

[Seite 614] dem das Heirathen, die Hochzeit verbittert, verleidet ist, Od. 1, 266 u. sonst, wie Sp., Antiphan. 9 (IX, 245).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les noces ou l'hymen sont amers.
Étymologie: πικρός, γάμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόγαμος -ον [πικρός, γάμος] een bittere bruiloft krijgend.

Russian (Dvoretsky)

πικρόγᾰμος: несчастный в браке или сватовстве (ὠκύμορός τε π. τε Hom.).

English (Autenrieth)

having a bitter marriage; pl., of the suitors of Penelope, ironically meaning that they would not live to be married at all. (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο γάμος έφερε πίκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + γάμος.

Greek Monotonic

πικρόγᾰμος: -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόγᾰμος: -ον, ὁ πικρὸν συνάψας γάμον, πάντες κ’ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἑαυτῶν τὸν γάμον τοῦτον μνηστευσόμενοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 266, Δ. 346, Ρ. 137.

Middle Liddell

πικρό-γᾰμος, ον,
miserably married, Od.