πνιγηρός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ά, όν :<br />étouffant, où l'on étouffe ; étroit, resserré.<br />'''Étymologie:''' [[πνίγω]].
|btext=ά, όν :<br />étouffant, où l'on étouffe ; étroit, resserré.<br />'''Étymologie:''' [[πνίγω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πνῑγηρός''': -ά, -όν, ([[πνίγω]]) ὁ πνίγων, ἀποπνίγων [[εἴτε]] διὰ πιέσεως τοῦ λαιμοῦ [[εἴτε]] διὰ τῆς θερμότητος, παῦε, πνιγηρὰν λέγεις Ἀριστοφ. Βάτρ. 122, [[ἔνθα]] ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῶν δύο σημασιῶν τῆς λέξεως· πν. καλύβαι Θουκ. 2. 52, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280. 294· σκηνώματα Πλουτ. Περικλ. 34· νύκτες Ἀριστ. Πρβλ. 25. 16· ὥρα Διον. Ἁλ. 8. 89.
|elnltext=πνιγηρός -ά -όν [πνίγω] verstikkend.
}}
{{elru
|elrutext='''πνῑγηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[душащий]], [[удушающий]] (ὁδὸς εἰς Ἃιδου Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[удушливый]], [[душный]] (νύκτες Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[страшно тесный]], [[душный]] (καλύβαι Thuc.; σκηνώματα Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πνῑγηρός:''' -ά, -όν ([[πνίγω]]), [[αποπνικτικός]], [[ασφυκτικός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πνῑγηρός:''' -ά, -όν ([[πνίγω]]), [[αποπνικτικός]], [[ασφυκτικός]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πνῑγηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[душащий]], [[удушающий]] (ὁδὸς εἰς Ἃιδου Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[удушливый]], [[душный]] (νύκτες Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[страшно тесный]], [[душный]] (καλύβαι Thuc.; σκηνώματα Plut.).
|lstext='''πνῑγηρός''': -ά, -όν, ([[πνίγω]]) ὁ πνίγων, ἀποπνίγων [[εἴτε]] διὰ πιέσεως τοῦ λαιμοῦ [[εἴτε]] διὰ τῆς θερμότητος, παῦε, πνιγηρὰν λέγεις Ἀριστοφ. Βάτρ. 122, [[ἔνθα]] ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῶν δύο σημασιῶν τῆς λέξεως· πν. καλύβαι Θουκ. 2. 52, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280. 294· σκηνώματα Πλουτ. Περικλ. 34· νύκτες Ἀριστ. Πρβλ. 25. 16· ὥρα Διον. Ἁλ. 8. 89.
}}
{{elnl
|elnltext=πνιγηρός -ά -όν [πνίγω] verstikkend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγηρός Medium diacritics: πνιγηρός Low diacritics: πνιγηρός Capitals: ΠΝΙΓΗΡΟΣ
Transliteration A: pnigērós Transliteration B: pnigēros Transliteration C: pnigiros Beta Code: pnighro/s

English (LSJ)

ά, όν, (πνίγω) choking, stifling, whether by throttling or heat, Ar.Ra.122 (with play on both senses); π. καλύβαι Th.2.52; [γῆ] ἐν κοίλῳ καὶ π. Hp.Aër.1; χωρία ib.24; σκηνώματα Plu.Per.34; νύκτες Arist.Pr.939b9 (Comp.); ὥρα D.H.8.89.

German (Pape)

[Seite 641] stickend, erstickend, zum Ersticken heiß, eng; ὁδὸς εἰς Ἅιδου, durch Erhängen, Ar. Ran. 122; ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτᾶσθαι, Thuc. 7, 49; οἰκήματα, Philostr. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
étouffant, où l'on étouffe ; étroit, resserré.
Étymologie: πνίγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πνιγηρός -ά -όν [πνίγω] verstikkend.

Russian (Dvoretsky)

πνῑγηρός:
1) душащий, удушающий (ὁδὸς εἰς Ἃιδου Arph.);
2) удушливый, душный (νύκτες Arst.);
3) страшно тесный, душный (καλύβαι Thuc.; σκηνώματα Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / πνιγηρός, -ά, -όν, ΝΑ
αποπνικτικός, αυτός που δυσκολεύει την αναπνοή, με πίεση του λαιμού, με ζέστη ή με τη χημική σύστασή του (α. «πνιγηρή ατμόσφαιρα» β. «σκηνώμασι πνιγηροῖς ἠναγκασμένων διαιτᾶσθαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνῖγος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].

Greek Monotonic

πνῑγηρός: -ά, -όν (πνίγω), αποπνικτικός, ασφυκτικός, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πνῑγηρός: -ά, -όν, (πνίγω) ὁ πνίγων, ἀποπνίγων εἴτε διὰ πιέσεως τοῦ λαιμοῦ εἴτε διὰ τῆς θερμότητος, παῦε, πνιγηρὰν λέγεις Ἀριστοφ. Βάτρ. 122, ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῶν δύο σημασιῶν τῆς λέξεως· πν. καλύβαι Θουκ. 2. 52, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280. 294· σκηνώματα Πλουτ. Περικλ. 34· νύκτες Ἀριστ. Πρβλ. 25. 16· ὥρα Διον. Ἁλ. 8. 89.

Middle Liddell

πνῑγηρός, ή, όν πνίγω
choking, stifling, Ar.

English (Woodhouse)

close, stifling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)