πολυκρατής: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ής, ές :<br />très puissant, tout-puissant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κράτος]]. | |btext=ής, ές :<br />très puissant, tout-puissant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κράτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολυκρατής -ές [πολύς, κράτος] zeer machtig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυκρᾰτής:''' [[могущественный]] (ἀραὶ φθινομένων Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πολυκρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), [[πολύ]] [[ισχυρός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πολυκρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), [[πολύ]] [[ισχυρός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολυκρᾰτής''': -ές, [[λίαν]] [[ἰσχυρός]], [[κραταιός]], ἀραὶ φθιμένων Αἰσχύλ. Χο. 496. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολυ-κρᾰτής, ές [[κράτος]]<br />[[very]] [[mighty]], Aesch. | |mdlsjtxt=πολυ-κρᾰτής, ές [[κράτος]]<br />[[very]] [[mighty]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, very mighty, Μοῖρα B.8.15; ἀραὶ φθιμένων (leg. τεθυμένων) A.Ch.406 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 665] ές, sehr mächtig, Aesch. Ch. 400.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très puissant, tout-puissant.
Étymologie: πολύς, κράτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκρατής -ές [πολύς, κράτος] zeer machtig.
Russian (Dvoretsky)
πολυκρᾰτής: могущественный (ἀραὶ φθινομένων Aesch.).
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει μέγα κράτος, πολύ ισχυρή δύναμη (α. «πολυκρατής Μοῖρα», Βακχ.
β. «πολύκρατεῖς ἀραὶ φθινομένων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρατής (< κράτος, τὸ, «δύναμη, εξουσία»), πρβλ. μεγαλο-κρατής].
Greek Monotonic
πολυκρᾰτής: -ές (κράτος), πολύ ισχυρός, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυκρᾰτής: -ές, λίαν ἰσχυρός, κραταιός, ἀραὶ φθιμένων Αἰσχύλ. Χο. 496. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121.