πολύσπορος: Difference between revisions
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />abondant en semences, fertile.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπόρος]]. | |btext=ος, ον :<br />abondant en semences, fertile.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπόρος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύσπορος -ον [πολύς, σπείρω] zeer vruchtbaar. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύσπορος:''' богатый семенами, т. е. плодородный ([[Ἀσία]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), εξαιρετικά [[καρποφόρος]], [[πολύ]] [[γόνιμος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''πολύσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), εξαιρετικά [[καρποφόρος]], [[πολύ]] [[γόνιμος]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 23:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A with many crops, fruitful, E.Tr.748, Opp.C.3.23, Orph.H.6.10; φύσις ib.10.19; rendering prolific, Ptol.Tetr.34, Vett.Val.6.6. Adv. -ρως widely scattered, S.E.M.5.58. II = πολύσπερμος ΙΙ, Ptol.Tetr.72, Cat.Cod.Astr.7.212.
German (Pape)
[Seite 673] saamenreich, fruchtbar; Ἀσία, Eur. Troad. 743; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 23. – Adv., Sext. Emp. adv. astrol. 58.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en semences, fertile.
Étymologie: πολύς, σπόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύσπορος -ον [πολύς, σπείρω] zeer vruchtbaar.
Russian (Dvoretsky)
πολύσπορος: богатый семенами, т. е. плодородный (Ἀσία Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύσπορος: -ον, πλήρης σπόρων, καρποφόρος, γόνιμος, Εὐρ. Τρῳ. 743, Ὀππ. Κυν. 3. 23, Ὀρφ., κτλ. Ἐπίρρ. -ρως, Λατ. sparsim, τοῦ σπέρματος πολυσπόρως ἐμπίπτοντος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 58.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύσπορος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλούς σπόρους, καρποφόρος, γόνιμος
νεοελλ.
(με υβριστική σημ.) αυτός που δεν γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, μούλος, μπάσταρδος
αρχ.
αυτός που καθιστά κάποιον γόνιμο.
επίρρ...
πολύσπορα/ πολυσπόρως ΝΜΑ
με πολύσπορο, δηλ. καρποφόρο τρόπο, γόνιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σπόρος (πρβλ. νεό-σπορος)].
Greek Monotonic
πολύσπορος: -ον (σπείρω), εξαιρετικά καρποφόρος, πολύ γόνιμος, σε Ευρ.
Middle Liddell
πολύ-σπορος, ον, σπείρω
very fruitful, Eur.