πηγυλίς: Difference between revisions
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />glacial.<br />'''Étymologie:''' R. Παγ, rendre consistant ; v. [[πήγνυμι]]. | |btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />glacial.<br />'''Étymologie:''' R. Παγ, rendre consistant ; v. [[πήγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πηγυλίς -ίδος [πήγνυμι] ijskoud. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πηγῠλίς:''' ίδος (ῐδ) adj. f ледяной, морозный ([[νύξ]] Hom.).<br />ίδος ἡ мороз или иней (ῥιγεδανὴ π. Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πηγῠλίς:''' -[[ίδος]], θηλ. επίθ. ([[πήγνυμι]] III), [[παγωμένος]], [[κατεψυγμένος]], [[παγετώδης]], σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ., = [[παγετός]], [[πάχνη]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πηγῠλίς:''' -[[ίδος]], θηλ. επίθ. ([[πήγνυμι]] III), [[παγωμένος]], [[κατεψυγμένος]], [[παγετώδης]], σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ., = [[παγετός]], [[πάχνη]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πηγῠλίς''': -ίδος, ἡ, ([[πήγνυμι]] ΙΙΙ) ψυχρά, [[παγετώδης]], νὺξ δ’ ἄρ’ ἐπῆλθε κακή, Βορέαο πεσόντος, πηγυλὶς Ὀδ. Ξ. 476· ἀϋτμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 737. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = [[πάγος]], παγετός, [[πάχνη]], Ἀνθ. Π. 9. 384, Ἀλκίφρων 1. 23· ἐν τῷ πληθ., νιφάδες χιόνος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 31. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πηγῠλίς, ίδος, [[πήγνυμι]] III]<br />[[frozen]], icy-[[cold]], Od.; as [[substantive]], = [[παγετός]], [[πάχνη]], Anth. | |mdlsjtxt=πηγῠλίς, ίδος, [[πήγνυμι]] III]<br />[[frozen]], icy-[[cold]], Od.; as [[substantive]], = [[παγετός]], [[πάχνη]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A (πήγνυμι III) frozen, icy-cold, νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος π. Od.14.476; ἀϋτμή A.R.2.737. II as substantive, hoar-frost, rime, AP9.384.24, Alciphr.1.23: pl., frosts, Orph.Fr.270.4.
German (Pape)
[Seite 609] ἡ, reisig, eisig, mit Reif, Frost verbunden, dah. eiskalt; νύξ, Od. 14, 476; ἀϋτμή, An. Rh. 2, 737, Schol. παγετώδης καὶ ψυχρά. – Als subst., Reif, Frost, wie πάγος, πηγάς, Alciphr. 1, 23, Menses Rom. (IX, 384); und im plur. Schneeflocken, Orph.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
glacial.
Étymologie: R. Παγ, rendre consistant ; v. πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηγυλίς -ίδος [πήγνυμι] ijskoud.
Russian (Dvoretsky)
πηγῠλίς: ίδος (ῐδ) adj. f ледяной, морозный (νύξ Hom.).
ίδος ἡ мороз или иней (ῥιγεδανὴ π. Anth.).
English (Autenrieth)
ίδος (πήγνῦμι): frosty, icecold, Od. 14.476†.
Greek Monolingual
-ίδος, ή, Α
1. η πάχνη
2. ο πάγος, ο παγετός
3. ως επίθ. φρ. «νὺξ πηγυλίς» — νύχτα γεμάτη παγωνιά, νύχτα πολύ κρύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγ-νυμι + επίθημα -υλίς (πρβλ. πιδ-υλίς)].
Greek Monotonic
πηγῠλίς: -ίδος, θηλ. επίθ. (πήγνυμι III), παγωμένος, κατεψυγμένος, παγετώδης, σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ., = παγετός, πάχνη, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πηγῠλίς: -ίδος, ἡ, (πήγνυμι ΙΙΙ) ψυχρά, παγετώδης, νὺξ δ’ ἄρ’ ἐπῆλθε κακή, Βορέαο πεσόντος, πηγυλὶς Ὀδ. Ξ. 476· ἀϋτμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 737. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = πάγος, παγετός, πάχνη, Ἀνθ. Π. 9. 384, Ἀλκίφρων 1. 23· ἐν τῷ πληθ., νιφάδες χιόνος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 31.
Middle Liddell
πηγῠλίς, ίδος, πήγνυμι III]
frozen, icy-cold, Od.; as substantive, = παγετός, πάχνη, Anth.