Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύχωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ος;<br />très vaste.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χώρα]].
|btext=ος, ος;<br />très vaste.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χώρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύχωρος''': -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, [[εὐρύχωρος]], [[Ἅιδης]] Λουκ. περὶ Πένθους 2.
|elnltext=πολύχωρος -ον [πολύς, χώρα] uitgestrekt, ruim.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύχωρος:''' [[весьма протяженный]], [[обширный]] ([[Ἃιδης]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολύχωρος:''' -ον, [[ευρύχωρος]], [[εκτενής]], σε Λουκ.
|lsmtext='''πολύχωρος:''' -ον, [[ευρύχωρος]], [[εκτενής]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύχωρος:''' [[весьма протяженный]], [[обширный]] ([[Ἃιδης]] Luc.).
|lstext='''πολύχωρος''': -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, [[εὐρύχωρος]], [[Ἅιδης]] Λουκ. περὶ Πένθους 2.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύχωρος -ον [πολύς, χώρα] uitgestrekt, ruim.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χωρος, ον,<br />[[spacious]], [[extensive]], Luc.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χωρος, ον,<br />[[spacious]], [[extensive]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχωρος Medium diacritics: πολύχωρος Low diacritics: πολύχωρος Capitals: ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ
Transliteration A: polýchōros Transliteration B: polychōros Transliteration C: polychoros Beta Code: polu/xwros

English (LSJ)

ον A spacious, extensive, Ἅιδης Luc.Luct.2: Sup., Gal.UP8.11. II π. ἀριθμοί large, 'round' numbers, Vett. Val.274.27. III divided into many squares or compartments, Puchstein Epigr.Gr.p.9.

German (Pape)

[Seite 677] vielfassend, viel in sich aufnehmend, Ἅιδης, Luc. de luct. 2 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
très vaste.
Étymologie: πολύς, χώρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχωρος -ον [πολύς, χώρα] uitgestrekt, ruim.

Russian (Dvoretsky)

πολύχωρος: весьма протяженный, обширный (Ἃιδης Luc.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύχωρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά
2. αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία έκταση ή εμβαδόν, ευρύχωρος
3. αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που είναι χωρισμένος σε πολλά τετράγωνα ή διαμερίσματα
μσν.-αρχ.
(σχετικά με το πνεύμα) αυτός που είναι ευρύς («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
φρ. «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως προς την τάξη αριθμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύ-χωρος)].

Greek Monotonic

πολύχωρος: -ον, ευρύχωρος, εκτενής, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχωρος: -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, εὐρύχωρος, Ἅιδης Λουκ. περὶ Πένθους 2.

Middle Liddell

πολύ-χωρος, ον,
spacious, extensive, Luc.