πολύχωρος: Difference between revisions
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ος;<br />très vaste.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χώρα]]. | |btext=ος, ος;<br />très vaste.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χώρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολύχωρος -ον [πολύς, χώρα] uitgestrekt, ruim. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύχωρος:''' [[весьма протяженный]], [[обширный]] ([[Ἃιδης]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πολύχωρος:''' -ον, [[ευρύχωρος]], [[εκτενής]], σε Λουκ. | |lsmtext='''πολύχωρος:''' -ον, [[ευρύχωρος]], [[εκτενής]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολύχωρος''': -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, [[εὐρύχωρος]], [[Ἅιδης]] Λουκ. περὶ Πένθους 2. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χωρος, ον,<br />[[spacious]], [[extensive]], Luc. | |mdlsjtxt=[[πολύ]]-χωρος, ον,<br />[[spacious]], [[extensive]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ον A spacious, extensive, Ἅιδης Luc.Luct.2: Sup., Gal.UP8.11. II π. ἀριθμοί large, 'round' numbers, Vett. Val.274.27. III divided into many squares or compartments, Puchstein Epigr.Gr.p.9.
German (Pape)
[Seite 677] vielfassend, viel in sich aufnehmend, Ἅιδης, Luc. de luct. 2 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ος;
très vaste.
Étymologie: πολύς, χώρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύχωρος -ον [πολύς, χώρα] uitgestrekt, ruim.
Russian (Dvoretsky)
πολύχωρος: весьма протяженный, обширный (Ἃιδης Luc.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύχωρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά
2. αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία έκταση ή εμβαδόν, ευρύχωρος
3. αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που είναι χωρισμένος σε πολλά τετράγωνα ή διαμερίσματα
μσν.-αρχ.
(σχετικά με το πνεύμα) αυτός που είναι ευρύς («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
φρ. «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως προς την τάξη αριθμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύ-χωρος)].
Greek Monotonic
πολύχωρος: -ον, ευρύχωρος, εκτενής, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχωρος: -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, εὐρύχωρος, Ἅιδης Λουκ. περὶ Πένθους 2.