πληθώρη: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 5: Line 5:
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> plénitude : [[πληθώρη]] ἀγορῆς HDT heure où l'agora est remplie de monde (<i>cf.</i> [[πλήθω]]);<br /><b>2</b> surabondance ; satiété.<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> plénitude : [[πληθώρη]] ἀγορῆς HDT heure où l'agora est remplie de monde (<i>cf.</i> [[πλήθω]]);<br /><b>2</b> surabondance ; satiété.<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πληθώρη''': , Ἰων. [[λέξις]], σημαίνουσα τὸ εἶναί τι πλῆρες, [[πληθώρη]] ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Ἡρόδ. 2. 173., 7. 223· ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV. II. [[κόρος]], [[χορτασμός]], ὁ αὐτ. 7. 49, 2, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρ., πλησμονὴ αἵματος ἢ χυμῶν, Ἀλεξάνδ. Ἀφροδ. Προβλ. 2. 10, Γαλην. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ [[πλήθω]], ὡς τὸ ἐλπωρὴ ἐκ τοῦ ἕλπω).
|elnltext=πληθώρη -ης, ἡ Ion. voor πληθώρα.
}}
{{elru
|elrutext='''πληθώρη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[наполнение]]: π. ἀγορῆς Her. наполнение рыночной площади народом, т. е. самое людное время дня (между 10 и 14 часами);<br /><b class="num">2)</b> (предельная) полнота, насыщенность: εὐπρηξίης οὐκ [[ἔστι]] ἀνθρώποισι π. Her. для людей нет полного благополучия.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πληθώρη:''' ἡ, Ιων. [[λέξη]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρότητα]], [[πληθώρη]] ἀγορῆς = ἀγορὰ πληθοῦσα, σε Ηρόδ.· βλ. ἀγοράν.<br /><b class="num">II.</b> [[κορεσμός]], [[χόρτασμα]], [[ικανοποίηση]], στο ίδ.
|lsmtext='''πληθώρη:''' ἡ, Ιων. [[λέξη]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρότητα]], [[πληθώρη]] ἀγορῆς = ἀγορὰ πληθοῦσα, σε Ηρόδ.· βλ. ἀγοράν.<br /><b class="num">II.</b> [[κορεσμός]], [[χόρτασμα]], [[ικανοποίηση]], στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πληθώρη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[наполнение]]: π. ἀγορῆς Her. наполнение рыночной площади народом, т. е. самое людное время дня (между 10 и 14 часами);<br /><b class="num">2)</b> (предельная) полнота, насыщенность: εὐπρηξίης οὐκ [[ἔστι]] ἀνθρώποισι π. Her. для людей нет полного благополучия.
|lstext='''πληθώρη''': , Ἰων. [[λέξις]], σημαίνουσα τὸ εἶναί τι πλῆρες, [[πληθώρη]] ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Ἡρόδ. 2. 173., 7. 223· ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV. II. [[κόρος]], [[χορτασμός]], ὁ αὐτ. 7. 49, 2, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρ., πλησμονὴ αἵματος ἢ χυμῶν, Ἀλεξάνδ. Ἀφροδ. Προβλ. 2. 10, Γαλην. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ [[πλήθω]], ὡς τὸ ἐλπωρὴ ἐκ τοῦ ἕλπω).
}}
{{elnl
|elnltext=πληθώρη -ης, ἡ Ion. voor πληθώρα.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πληθώρη]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ionic [[word]], [[fulness]], πλ. ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Hdt.; v. [[ἀγορά]] V.<br /><b class="num">II.</b> [[fulness]], [[satiety]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[πληθώρη]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> ionic [[word]], [[fulness]], πλ. ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Hdt.; v. [[ἀγορά]] V.<br /><b class="num">II.</b> [[fulness]], [[satiety]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 632] ἡ, 1) Fülle, Anfüllung, ἀγορῆς = ἀγορὰ πλήθουσα, Her. 2, 173. 7, 223, die Zeit, wenn sich der Markt mit Menschen füllt. – 2) Sättigung, Befriedigung, εὐπρηξίης οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι πληθώρη, Her. 7, 49, 2; S tob. – 3) bei den Aerzten, Überfülle an Säften, Vollblütigkeit.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 plénitude : πληθώρη ἀγορῆς HDT heure où l'agora est remplie de monde (cf. πλήθω);
2 surabondance ; satiété.
Étymologie: πλήθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληθώρη -ης, ἡ Ion. voor πληθώρα.

Russian (Dvoretsky)

πληθώρη:
1) наполнение: π. ἀγορῆς Her. наполнение рыночной площади народом, т. е. самое людное время дня (между 10 и 14 часами);
2) (предельная) полнота, насыщенность: εὐπρηξίης οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι π. Her. для людей нет полного благополучия.

Greek Monotonic

πληθώρη: ἡ, Ιων. λέξη,
I. πληρότητα, πληθώρη ἀγορῆς = ἀγορὰ πληθοῦσα, σε Ηρόδ.· βλ. ἀγοράν.
II. κορεσμός, χόρτασμα, ικανοποίηση, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πληθώρη: ἡ, Ἰων. λέξις, σημαίνουσα τὸ εἶναί τι πλῆρες, πληθώρη ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Ἡρόδ. 2. 173., 7. 223· ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV. II. κόρος, χορτασμός, ὁ αὐτ. 7. 49, 2, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρ., πλησμονὴ αἵματος ἢ χυμῶν, Ἀλεξάνδ. Ἀφροδ. Προβλ. 2. 10, Γαλην. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ πλήθω, ὡς τὸ ἐλπωρὴ ἐκ τοῦ ἕλπω).

Middle Liddell

πληθώρη, ἡ,
I. ionic word, fulness, πλ. ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Hdt.; v. ἀγορά V.
II. fulness, satiety, Hdt.