ποντιάς: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de la mer, maritime.<br />'''Étymologie:''' [[πόντος]]. | |btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de la mer, maritime.<br />'''Étymologie:''' [[πόντος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ποντιάς -άδος [πόντος] adj. f., zee-, van de zee. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποντιάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f морская ([[ἅλμα]] Pind.; [[αὔρα]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''ποντιάς:''' -[[άδος]], ἡ, ποιητ. θηλ. του [[πόντιος]], σε Πίνδ., Ευρ. | |lsmtext='''ποντιάς:''' -[[άδος]], ἡ, ποιητ. θηλ. του [[πόντιος]], σε Πίνδ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ποντιάς''': -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ [[πόντιος]], ἅλμα Πινδ. Ν. 4. 59· π. [[γέφυρα]], δηλ. ὁ [[ἰσθμός]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 34· π. [[αὔρα]] Εὐρ. Ἑκάβ. 444· [[χελώνη]] Κράτης Κωμ. ἐν «Σαμίοις» 1. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ποντιάς]], άδος, poet. fem. of [[πόντιος]], Pind., Eur.] | |mdlsjtxt=[[ποντιάς]], άδος, poet. fem. of [[πόντιος]], Pind., Eur.] | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 2 October 2022
English (LSJ)
άδος, ἡ, poet. fem. of πόντιος, ἅλμα Pi.N.4.36; γέφυρα π., i.e. the Isthmus, Id.I.4(3).20; π. αὔρα E.Hec.444 (lyr.); χελώνη Crates Com.29.
German (Pape)
[Seite 681] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu πόντιος; ἅλμα, Pind. N. 4, 36; γέφυρα, I. 3, 38, der Isthmus; αὔρα, Eur. Hec. 444; χελώνη, Crates bei Ath. III, 117 b.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de la mer, maritime.
Étymologie: πόντος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποντιάς -άδος [πόντος] adj. f., zee-, van de zee.
Russian (Dvoretsky)
ποντιάς: άδος (ᾰδ) adj. f морская (ἅλμα Pind.; αὔρα Eur.).
English (Slater)
ποντῐᾰς f. adj., of the sea βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα (N. 4.36) ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων (I. 4.20)
Greek Monolingual
-άδος, η, ΝΑ
αυτή που ανήκει στον πόντο, στη θάλασσα (α. «ποντιὰς αὔρα» β. «ποντιὰς ἅλμα», Πίνδ.)
αρχ.
φρ. «ποντιὰς γέφυρα» — ο ισθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κατάλ. -ιάς (πρβλ. νησ-ιάς)].
Greek Monotonic
ποντιάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του πόντιος, σε Πίνδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ποντιάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ πόντιος, ἅλμα Πινδ. Ν. 4. 59· π. γέφυρα, δηλ. ὁ ἰσθμός, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 34· π. αὔρα Εὐρ. Ἑκάβ. 444· χελώνη Κράτης Κωμ. ἐν «Σαμίοις» 1.