πλάνησις: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'égarer, de disperser.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'égarer, de disperser.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλάνησις''': -εως, , διασκόρπισις, [[διασπορά]], τῶν νεῶν Θουκ. 8. 42. 2) μεταφορ., [[ἀποπλάνησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 394.
|elnltext=πλάνησις -εως, ἡ [πλανάω] het dwalen:. πλάνησιν τῶν νεῶν... παρέσχεν veroorzaakte het verdwalen van de schepen Thuc. 8.42.1.
}}
{{elru
|elrutext='''πλάνησις:''' εως (ᾰ) <br /><b class="num">1)</b> [[рассеяние]] или [[блуждание]] (π. τῶν [[νεῶν]] ἐν τῷ σκότει Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[заблуждение]], [[ошибка]] Sext.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πλάνησις:''' -εως, ἡ ([[πλανάω]]), [[περιπλάνηση]], [[διασκόρπιση]], [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Θουκ.
|lsmtext='''πλάνησις:''' -εως, ἡ ([[πλανάω]]), [[περιπλάνηση]], [[διασκόρπιση]], [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλάνησις:''' εως (ᾰ) <br /><b class="num">1)</b> [[рассеяние]] или [[блуждание]] (π. τῶν [[νεῶν]] ἐν τῷ σκότει Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[заблуждение]], [[ошибка]] Sext.
|lstext='''πλάνησις''': -εως, , διασκόρπισις, [[διασπορά]], τῶν νεῶν Θουκ. 8. 42. 2) μεταφορ., [[ἀποπλάνησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 394.
}}
{{elnl
|elnltext=πλάνησις -εως, ἡ [πλανάω] het dwalen:. πλάνησιν τῶν νεῶν... παρέσχεν veroorzaakte het verdwalen van de schepen Thuc. 8.42.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλάνησις]], εως, [[πλανάω]]<br />a [[making]] to [[wander]], a dispersing, τῶν [[νεῶν]] Thuc.
|mdlsjtxt=[[πλάνησις]], εως, [[πλανάω]]<br />a [[making]] to [[wander]], a dispersing, τῶν [[νεῶν]] Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνησις Medium diacritics: πλάνησις Low diacritics: πλάνησις Capitals: ΠΛΑΝΗΣΙΣ
Transliteration A: plánēsis Transliteration B: planēsis Transliteration C: planisis Beta Code: pla/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A making to wander: dispersing, scattering, τῶν νεῶν Th.8.42. 2 metaph., misleading, S.E.M.7.394 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 624] ἡ, das in die Irre Treiben, Verschlagen, τῶν νεῶν, Thuc. 8, 42 u. Sp. Auch übertr., das Irremachen, Verführen.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'égarer, de disperser.
Étymologie: πλανάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάνησις -εως, ἡ [πλανάω] het dwalen:. πλάνησιν τῶν νεῶν... παρέσχεν veroorzaakte het verdwalen van de schepen Thuc. 8.42.1.

Russian (Dvoretsky)

πλάνησις: εως (ᾰ) ἡ
1) рассеяние или блуждание (π. τῶν νεῶν ἐν τῷ σκότει Thuc.);
2) заблуждение, ошибка Sext.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ πλανώμαι
μτφ. αποπλάνηση, εξαπάτηση
αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλανώ, η απομάκρυνση από την ευθεία, την ορθή οδό, περιπλάνηση
2. (κατ' επέκτ.) διασπορά, διασκόρπιση.

Greek Monotonic

πλάνησις: -εως, ἡ (πλανάω), περιπλάνηση, διασκόρπιση, τῶν νεῶν, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πλάνησις: -εως, ἡ, διασκόρπισις, διασπορά, τῶν νεῶν Θουκ. 8. 42. 2) μεταφορ., ἀποπλάνησις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 394.

Middle Liddell

πλάνησις, εως, πλανάω
a making to wander, a dispersing, τῶν νεῶν Thuc.