ποσαπλάσιος: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=α, ον :<br />combien de fois plus grand ?<br />'''Étymologie:''' [[πόσος]], -πλάσιος. | |btext=α, ον :<br />combien de fois plus grand ?<br />'''Étymologie:''' [[πόσος]], -πλάσιος. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ποσαπλάσιος -α -ον [πόσος, ~ διπλάσιος] hoeveel maal groter? | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποσαπλάσιος:''' (λᾰ) во сколько раз больший: ἀλλὰ π.; - Τετραπλάσιος Plat. во сколько же раз больше (данный четырехугольник)? - Вчетверо. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''ποσαπλάσιος:''' -α, -ον·<br /><b class="num">1.</b> πόσες φορές [[πολλαπλάσιος]]; πόσες φορές επαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., ποιο [[πολλαπλάσιο]] του...; στον ίδ. | |lsmtext='''ποσαπλάσιος:''' -α, -ον·<br /><b class="num">1.</b> πόσες φορές [[πολλαπλάσιος]]; πόσες φορές επαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., ποιο [[πολλαπλάσιο]] του...; στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ποσαπλάσιος''': -α, -ον, [[ποσάκις]] περισσότερος ἢ [[ποσάκις]] ἐπαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? [[ἔνθα]] ἡ [[ἀπόκρισις]] [[εἶναι]] τετραπλάσιον, Πλάτ. Μένων 83Β. 2) μετὰ γεν., τί πολλαπλάσιον τοῦ...; [[αὐτόθι]] 84Ε. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ποσα-πλάσιος, η, ον<br /><b class="num">1.</b> how [[many]] times multiplied? how [[many]] [[fold]]? Lat. quotuplex? Plat.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. [[what]] multiple of… ? Plat. | |mdlsjtxt=ποσα-πλάσιος, η, ον<br /><b class="num">1.</b> how [[many]] times multiplied? how [[many]] [[fold]]? Lat. quotuplex? Plat.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. [[what]] multiple of… ? Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 2 October 2022
English (LSJ)
[πλᾰ], α, ον, A how many times multiplied? how many fold? Pl.Men.83b. 2 c.gen., what multiple of…? ib.84e.
German (Pape)
[Seite 687] wie vielfach? wie vielmal größer? Plat. Men. 83 b.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
combien de fois plus grand ?
Étymologie: πόσος, -πλάσιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποσαπλάσιος -α -ον [πόσος, ~ διπλάσιος] hoeveel maal groter?
Russian (Dvoretsky)
ποσαπλάσιος: (λᾰ) во сколько раз больший: ἀλλὰ π.; - Τετραπλάσιος Plat. во сколько же раз больше (данный четырехугольник)? - Вчетверо.
Greek Monolingual
-α, -ο / ποσαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
πόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + -πλάσιος, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε -πλάσιος (πρβλ. πεντα-πλάσιος, εκατοντα-πλάσιος)].
Greek Monotonic
ποσαπλάσιος: -α, -ον·
1. πόσες φορές πολλαπλάσιος; πόσες φορές επαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? σε Πλάτ.
2. με γεν., ποιο πολλαπλάσιο του...; στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
ποσαπλάσιος: -α, -ον, ποσάκις περισσότερος ἢ ποσάκις ἐπαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? ἔνθα ἡ ἀπόκρισις εἶναι τετραπλάσιον, Πλάτ. Μένων 83Β. 2) μετὰ γεν., τί πολλαπλάσιον τοῦ...; αὐτόθι 84Ε.
Middle Liddell
ποσα-πλάσιος, η, ον
1. how many times multiplied? how many fold? Lat. quotuplex? Plat.
2. c. gen. what multiple of… ? Plat.