προηγητής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui marche devant, guide.<br />'''Étymologie:''' [[προηγέομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui marche devant, guide.<br />'''Étymologie:''' [[προηγέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προηγητής''': -οῦ, ὁ, ὁ προηγούμενος, προπορευόμενος [[ὅπως]] δείξῃ τὴν ὁδόν, [[ὁδηγός]], Σοφ. Ο. Τ. 1292, Ἀντ. 990· οὕτω προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, Εὐρ. Βάκχ. 1159. 2) ὁ συνοδεύων τῷ ζεύγει νυμφικῆς πομπῆς, [[ἀνάγκη]] γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρῶτον μὲν ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει ὃ ἦγεν τὴν γυναῖκα Ὑπερείδης [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προηγητής]]· ὁ προηγούμενος τοῦ ζεύγους (ἐν τοῖς γάμοις). καὶ ὁ χειραγωγὸς τοῦ τυφλοῦ».
|elnltext=προηγητής -οῦ, ὁ [προηγέομαι] gids.
}}
{{elru
|elrutext='''προηγητής:''' οῦ ὁ провожатый, поводырь Soph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προηγητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει [[μπροστά]] για να δείχνει το δρόμο, [[οδηγός]], σε Σοφ.· ομοίως, [[προηγητήρ]], <i>-ῆρος</i>, <i>ὁ</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''προηγητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει [[μπροστά]] για να δείχνει το δρόμο, [[οδηγός]], σε Σοφ.· ομοίως, [[προηγητήρ]], <i>-ῆρος</i>, <i>ὁ</i>, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προηγητής:''' οῦ ὁ провожатый, поводырь Soph.
|lstext='''προηγητής''': -οῦ, ὁ, ὁ προηγούμενος, προπορευόμενος [[ὅπως]] δείξῃ τὴν ὁδόν, [[ὁδηγός]], Σοφ. Ο. Τ. 1292, Ἀντ. 990· οὕτω προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, Εὐρ. Βάκχ. 1159. 2) συνοδεύων τῷ ζεύγει νυμφικῆς πομπῆς, [[ἀνάγκη]] γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρῶτον μὲν ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει ὃ ἦγεν τὴν γυναῖκα Ὑπερείδης [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προηγητής]]· ὁ προηγούμενος τοῦ ζεύγους (ἐν τοῖς γάμοις). καὶ ὁ χειραγωγὸς τοῦ τυφλοῦ».
}}
{{elnl
|elnltext=προηγητής -οῦ, ὁ [προηγέομαι] gids.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προηγητής]], οῦ, ὁ, [from [[προηγέομαι]]<br />one who goes [[before]] to [[show]] the way, a [[guide]], Soph.; so [[προηγητήρ]], Eur.
|mdlsjtxt=[[προηγητής]], οῦ, ὁ, [from [[προηγέομαι]]<br />one who goes [[before]] to [[show]] the way, a [[guide]], Soph.; so [[προηγητήρ]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηγητής Medium diacritics: προηγητής Low diacritics: προηγητής Capitals: ΠΡΟΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: proēgētḗs Transliteration B: proēgētēs Transliteration C: proigitis Beta Code: prohghth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who goes before to show the way, guide, S. OT1292, Ant.990, Aristid.Or.41(4).12. 2 one who conducts the bride's car in her procession, ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει Hyp.Lyc.5, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 723] ὁ, der vorangeht und den Weg zeigt; τοῖς τυφλοῖσι κέλευθος ἐκ προηγητοῦ πέλει, Soph. Ant. 977, vgl. O. R. 1292.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui marche devant, guide.
Étymologie: προηγέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προηγητής -οῦ, ὁ [προηγέομαι] gids.

Russian (Dvoretsky)

προηγητής: οῦ ὁ провожатый, поводырь Soph.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. προηγήτρια, Α προηγοῦμαι
1. αυτός που προπορεύεται ως οδηγός
2. αυτός που συνοδεύει το ζεύγος σε νυφική πομπή.

Greek Monotonic

προηγητής: -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει μπροστά για να δείχνει το δρόμο, οδηγός, σε Σοφ.· ομοίως, προηγητήρ, -ῆρος, , σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

προηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ προηγούμενος, προπορευόμενος ὅπως δείξῃ τὴν ὁδόν, ὁδηγός, Σοφ. Ο. Τ. 1292, Ἀντ. 990· οὕτω προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, Εὐρ. Βάκχ. 1159. 2) ὁ συνοδεύων τῷ ζεύγει νυμφικῆς πομπῆς, ἀνάγκη γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρῶτον μὲν ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει ὃ ἦγεν τὴν γυναῖκα Ὑπερείδης ὑπὲρ Λυκόφρ. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προηγητής· ὁ προηγούμενος τοῦ ζεύγους (ἐν τοῖς γάμοις). καὶ ὁ χειραγωγὸς τοῦ τυφλοῦ».

Middle Liddell

προηγητής, οῦ, ὁ, [from προηγέομαι
one who goes before to show the way, a guide, Soph.; so προηγητήρ, Eur.