προσκαταγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> condamner en outre;<br /><b>2</b> adjuger.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καταγιγνώσκω]].
|btext=<b>1</b> condamner en outre;<br /><b>2</b> adjuger.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καταγιγνώσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσκαταγιγνώσκω:''' [[присуждать]] (τινί τι Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκαταγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[καταδικάζω]], σε Αντιφών.<br /><b class="num">II.</b> [[επιδικάζω]], <i>τί τινι</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''προσκαταγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[καταδικάζω]], σε Αντιφών.<br /><b class="num">II.</b> [[επιδικάζω]], <i>τί τινι</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκαταγιγνώσκω:''' [[присуждать]] (τινί τι Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[γνώσομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[condemn]] [[besides]], [[Antipho]].<br /><b class="num">II.</b> to [[award]] to, τί τινι Dem.
|mdlsjtxt=fut. -[[γνώσομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[condemn]] [[besides]], [[Antipho]].<br /><b class="num">II.</b> to [[award]] to, τί τινι Dem.
}}
}}

Revision as of 15:31, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταγιγνώσκω Medium diacritics: προσκαταγιγνώσκω Low diacritics: προσκαταγιγνώσκω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: proskatagignṓskō Transliteration B: proskatagignōskō Transliteration C: proskatagignosko Beta Code: proskatagignw/skw

English (LSJ)

A condemn besides, Antipho 3.3.4 (Pass.). II adjudge, award to, αὐτοῖς τὰ χωρία -γνώσεται D.55.32.

German (Pape)

[Seite 767] (s. γιγνώσκω), 1) noch dazu, obendrein verurtheilen, αὐθέντην προσκαταγνωσθέντα, Antiph. 3 γ 4. – 2) zusprechen, Dem. 55, 32, ζητοῦσι διαιτητήν, ὅστις αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται.

French (Bailly abrégé)

1 condamner en outre;
2 adjuger.
Étymologie: πρός, καταγιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

προσκαταγιγνώσκω: присуждать (τινί τι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταγιγνώσκω: καταγιγνώσκω, καταδικάζω, Ἀντιφῶν 122. 14. ΙΙ. ἐπιδικάζω, τινί τι Δημ. 1281. 3.

Greek Monolingual

Α
1. καταδικάζω επί πλέον
2. επιδικάζω κάτι σε κάποιον, κατακυρώνω κάτι ως κτήμα κάποιου («αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταγιγνώσκω «αποδίδω σε κάποιον κάτι, κατηγορώ, καταδικάζω»].

Greek Monotonic

προσκαταγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι,
I. καταδικάζω, σε Αντιφών.
II. επιδικάζω, τί τινι, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. -γνώσομαι
I. to condemn besides, Antipho.
II. to award to, τί τινι Dem.