πρατήριον: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />lieu où l'on vend, marché.<br />'''Étymologie:''' [[πιπράσκω]].
|btext=ου (τό) :<br />lieu où l'on vend, marché.<br />'''Étymologie:''' [[πιπράσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρᾱτήριον''': Ἰων. πρητ-, τό, [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐγίνοντο πράσεις, [[πωλητήριον]], Ἡρόδ. 7. 23, Πλούτ. 2. 972D· πρβλ. [[πρατήρ]]. ― [[Κατὰ]] Μοῖριν σ. 314: «[[πωλητήριον]] Ἀττικοί· [[πρατήριον]] Ἕλληνες».
|elnltext=πρατήριον -ου, τό, Ion. πρητήριον [πρατήρ] marktplaats.
}}
{{elru
|elrutext='''πρᾱτήριον:''' ион. [[πρητήριον]] τό торговая площадь, рынок, базар Her., Plut.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρᾱτήριον:''' Ιων. πρητ-, τό, [[μέρος]] όπου γίνονται πωλήσεις, [[πωλητήριο]], [[μαγαζί]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πρᾱτήριον:''' Ιων. πρητ-, τό, [[μέρος]] όπου γίνονται πωλήσεις, [[πωλητήριο]], [[μαγαζί]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρᾱτήριον:''' ион. [[πρητήριον]] τό торговая площадь, рынок, базар Her., Plut.
|lstext='''πρᾱτήριον''': Ἰων. πρητ-, τό, [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐγίνοντο πράσεις, [[πωλητήριον]], Ἡρόδ. 7. 23, Πλούτ. 2. 972D· πρβλ. [[πρατήρ]]. ― [[Κατὰ]] Μοῖριν σ. 314: «[[πωλητήριον]] Ἀττικοί· [[πρατήριον]] Ἕλληνες».
}}
{{elnl
|elnltext=πρατήριον -ου, τό, Ion. πρητήριον [πρατήρ] marktplaats.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[place]] for [[selling]], a [[market]], Hdt.
|mdlsjtxt=<br />a [[place]] for [[selling]], a [[market]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱτήριον Medium diacritics: πρατήριον Low diacritics: πρατήριον Capitals: ΠΡΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: pratḗrion Transliteration B: pratērion Transliteration C: pratirion Beta Code: prath/rion

English (LSJ)

Ion. πρητ-, τό, place for selling, market, Hdt.7.23, Aen.Tact.10.14, PTeb.701 (a).7 (ii B. C.), Plu.2.972d, D.C.59.14 (un-Attic acc. to Moer.p.314 P.).

German (Pape)

[Seite 696] τό, ion. πρητήριον, Ort, wo verkauft wird, Her. 7, 23.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l'on vend, marché.
Étymologie: πιπράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρατήριον -ου, τό, Ion. πρητήριον [πρατήρ] marktplaats.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱτήριον: ион. πρητήριον τό торговая площадь, рынок, базар Her., Plut.

Greek Monotonic

πρᾱτήριον: Ιων. πρητ-, τό, μέρος όπου γίνονται πωλήσεις, πωλητήριο, μαγαζί, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱτήριον: Ἰων. πρητ-, τό, τόπος ἔνθα ἐγίνοντο πράσεις, πωλητήριον, Ἡρόδ. 7. 23, Πλούτ. 2. 972D· πρβλ. πρατήρ. ― Κατὰ Μοῖριν σ. 314: «πωλητήριον Ἀττικοί· πρατήριον Ἕλληνες».

Middle Liddell


a place for selling, a market, Hdt.