πρόσφθογγος: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />qui sert à adresser la parole <i>ou</i> à saluer.<br />'''Étymologie:''' [[προσφθέγγομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />qui sert à adresser la parole <i>ou</i> à saluer.<br />'''Étymologie:''' [[προσφθέγγομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πρόσφθογγος -ον [προσφθέγγομαι] begroetend. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόσφθογγος:''' [[обращающийся с приветствием]]: μῦθοι πρόσφθογγοι Aesch. слова приветствия; π. σοι νόστου [[βοά]] Aesch. возгласы в честь твоего возвращения. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πρόσφθογγος:''' -ον, [[προσφωνητικός]], [[χαιρετιστικός]], <i>μῦθοι πρόσφθογγοι</i>, λόγοι χαιρετιστικοί, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πρόσφθογγος:''' -ον, [[προσφωνητικός]], [[χαιρετιστικός]], <i>μῦθοι πρόσφθογγοι</i>, λόγοι χαιρετιστικοί, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πρόσφθογγος''': -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς πρόσφθεγξιν, χαιρετισμός, μῦθοι πρ., λόγοι χαιρετιστικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 153· βοὰ πρ. σοι νόστου [[αὐτόθι]] 935. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πρόσ-φθογγος, ον,<br />addressing, saluting, μῦθοι πρ. words of [[salutation]], Aesch. | |mdlsjtxt=πρόσ-φθογγος, ον,<br />addressing, saluting, μῦθοι πρ. words of [[salutation]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, addressing, saluting, μῦθοι π. words of salutation, A.Pers.153 (anap.); π. σοι νόστου βοά ib.935 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 786] anredend, begrüßend; προσφθόγγοις μύθοισι προσαυδᾶν Aesch. Pers. 149, vgl. 898.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à adresser la parole ou à saluer.
Étymologie: προσφθέγγομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσφθογγος -ον [προσφθέγγομαι] begroetend.
Russian (Dvoretsky)
πρόσφθογγος: обращающийся с приветствием: μῦθοι πρόσφθογγοι Aesch. слова приветствия; π. σοι νόστου βοά Aesch. возгласы в честь твоего возвращения.
Greek Monolingual
-ον, Α προσφθέγγομαι
αυτός που χρησιμεύει για προσφώνηση, για χαιρετισμό («προσφθόγγοις δὲ χρεὼν αὐτὴν πάντας μύθοισι προσαυδᾱν», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
πρόσφθογγος: -ον, προσφωνητικός, χαιρετιστικός, μῦθοι πρόσφθογγοι, λόγοι χαιρετιστικοί, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσφθογγος: -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς πρόσφθεγξιν, χαιρετισμός, μῦθοι πρ., λόγοι χαιρετιστικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 153· βοὰ πρ. σοι νόστου αὐτόθι 935.
Middle Liddell
πρόσ-φθογγος, ον,
addressing, saluting, μῦθοι πρ. words of salutation, Aesch.