πυριλαμπής: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui brille comme du feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[λάμπω]].
|btext=ής, ές :<br />qui brille comme du feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[λάμπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πῠρῐλαμπής:''' [[сияющий огнем]], [[сверкающий]] (sc. [[σίδηρος]] Plut. - [[varia lectio|v.l.]] [[περιλαμπής]]; ἀστέρες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῠρῐλαμπής:''' -ές ([[λάμπω]]), αυτός που λάμπει όπως η [[φωτιά]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''πῠρῐλαμπής:''' -ές ([[λάμπω]]), αυτός που λάμπει όπως η [[φωτιά]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πῠρῐλαμπής:''' [[сияющий огнем]], [[сверкающий]] (sc. [[σίδηρος]] Plut. - [[varia lectio|v.l.]] [[περιλαμπής]]; ἀστέρες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῠρῐ-[[λαμπής]], ές [[λάμπω]]<br />[[bright]] with [[fire]], Plut.
|mdlsjtxt=πῠρῐ-[[λαμπής]], ές [[λάμπω]]<br />[[bright]] with [[fire]], Plut.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριλαμπής Medium diacritics: πυριλαμπής Low diacritics: πυριλαμπής Capitals: ΠΥΡΙΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: pyrilampḗs Transliteration B: pyrilampēs Transliteration C: pyrilampis Beta Code: purilamph/s

English (LSJ)

ές, bright with fire, ἀστέρες AP5.15 (Marc. Arg. cod. Plan., περιλάμπει cod.Pal.), cf. Arat.1040, Hymn.Is.8, Opp.C.3.72, al.

German (Pape)

[Seite 822] ές, mit Feuer oder wie Feuer glänzend; Arat. 1040; Opp. Cyn. 3, 72; ἀστέρες, M. Arg. 10 (V, 16); oft bei Maneth.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille comme du feu.
Étymologie: πῦρ, λάμπω.

Russian (Dvoretsky)

πῠρῐλαμπής: сияющий огнем, сверкающий (sc. σίδηρος Plut. - v.l. περιλαμπής; ἀστέρες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρῐλαμπής: -ές, ὁ λάμπων ὡς πῦρ, ἀστέρες Ἀνθ. Π. 5. 16· δίφρος [ἠελίοιο] αὐτόθι 1. 10, 41, πρβλ. Ἄρατ. 1040, Ὀππ. Κυν. 3. 72· ὁ σίδηρος στίλβει πυριλαμπὲς Πλουτ. Κράσσ. 24 Schäf.

Spanish

resplandeciente por el fuego

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά («πυριλαμπεῑς ἀστέρες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. νυκτι-λαμπής, φωτολαμπής.

Greek Monotonic

πῠρῐλαμπής: -ές (λάμπω), αυτός που λάμπει όπως η φωτιά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

πῠρῐ-λαμπής, ές λάμπω
bright with fire, Plut.