συγκατοικέω: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />habiter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατοικέω]].
|btext=-ῶ :<br />habiter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατοικέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κατοικέω samenwonen met, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατοικέω:''' [[обитать вместе]], [[жить рядом]] (τινι Plut.): σ. γέροντι Soph. быть неразлучным со стариком, т. е. сопутствовать старости.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διαμένω]], [[κατοικώ]] μαζί με κάποιον, [[συγκατοικώ]], [[συνοικώ]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''συγκατοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διαμένω]], [[κατοικώ]] μαζί με κάποιον, [[συγκατοικώ]], [[συνοικώ]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κατοικέω samenwonen met, met dat.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατοικέω:''' [[обитать вместе]], [[жить рядом]] (τινι Plut.): σ. γέροντι Soph. быть неразлучным со стариком, т. е. сопутствовать старости.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[dwell]] with one, τινί Soph.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[dwell]] with one, τινί Soph.
}}
}}

Revision as of 00:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικέω Medium diacritics: συγκατοικέω Low diacritics: συγκατοικέω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΕΩ
Transliteration A: synkatoikéō Transliteration B: synkatoikeō Transliteration C: sygkatoikeo Beta Code: sugkatoike/w

English (LSJ)

dwell with one, τινι Plu.Per.20: metaph., γέρων γέροντι συγκατῴκηεν πίνος S.OC1259.

German (Pape)

[Seite 966] mit bewohnen, τῆς (ἐσθῆτος) ὁ δυσφιλὴς γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος, Soph. O. C. 1261.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατοικέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατοικέω samenwonen met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συγκατοικέω: обитать вместе, жить рядом (τινι Plut.): σ. γέροντι Soph. быть неразлучным со стариком, т. е. сопутствовать старости.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικέω: κατοικῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλουτ. Περικλ. 20· μεταφ., γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος Σοφ. Ο. Κ. 1259.

Greek Monotonic

συγκατοικέω: μέλ. -ήσω, διαμένω, κατοικώ μαζί με κάποιον, συγκατοικώ, συνοικώ, τινί, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to dwell with one, τινί Soph.