συμπότης: Difference between revisions
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />convive.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίνω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />convive.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συμπότης -ου, ὁ [συμπόσιον] deelnemer aan een symposium, gast. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπότης:''' ου ὁ собутыльник, участник попойки или сотрапезник Pind., Her., Eur., Arph., Plat. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συμπότης:''' -ου, ὁ ([[συμπίνω]]), αυτός που πίνει μαζί με άλλους, [[σύντροφος]] στο ποτό, σε Ηρόδ., Ευρ. | |lsmtext='''συμπότης:''' -ου, ὁ ([[συμπίνω]]), αυτός που πίνει μαζί με άλλους, [[σύντροφος]] στο ποτό, σε Ηρόδ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συμπότης''': -ου, ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] πίνων, [[σύντροφος]] ἐν πότῳ, Ἡρόδ. 2. 78, 173, Πινδ. Ο. 1. 99, Εὐρ. Ἄλκ. 343, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1135, Ἀντιφῶν 115. 18, Πλάτ., κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:17, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ο, fellow-drinker, boon-companion, Pi.O.1.61, Hdt. 2.78,173, E.Alc.343, Ar.Ach.1135, Antipho 2.1.4, Pl.Prt.347d, etc.
German (Pape)
[Seite 989] ὁ, Mittrinker, Theilnehmer am Trinkgelage, Gast; ἁλίκεσσι συμπόταις, Pind. Ol. 1, 61; συμπόταισιν ὁμιλεῖν, P. 6, 53; Ar. Lys. 1227; Eur. Alc. 344; Plat. Conv. 213 b u. öfter; Antiph. 2 α 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
convive.
Étymologie: συμπίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπότης -ου, ὁ [συμπόσιον] deelnemer aan een symposium, gast.
Russian (Dvoretsky)
συμπότης: ου ὁ собутыльник, участник попойки или сотрапезник Pind., Her., Eur., Arph., Plat.
Greek Monolingual
ο, θηλ. συμπότρια και συμπότις, ΝΜΑ
αυτός που πίνει συντροφιά με άλλον, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. οἰνοπότης.
Greek Monotonic
συμπότης: -ου, ὁ (συμπίνω), αυτός που πίνει μαζί με άλλους, σύντροφος στο ποτό, σε Ηρόδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπότης: -ου, ὁ, ὁ ὁμοῦ πίνων, σύντροφος ἐν πότῳ, Ἡρόδ. 2. 78, 173, Πινδ. Ο. 1. 99, Εὐρ. Ἄλκ. 343, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1135, Ἀντιφῶν 115. 18, Πλάτ., κλπ.
Middle Liddell
συμπότης, ου, ὁ, συμπίνω
a fellow-drinker, boon-companion, Hdt., Eur.