συσκοτάζω: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=être obscur ; • <i>impers.</i> ξυνεσκόταζε [[ἤδη]] THC il faisait déjà nuit.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκοτάζω]]. | |btext=être obscur ; • <i>impers.</i> ξυνεσκόταζε [[ἤδη]] THC il faisait déjà nuit.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκοτάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συσκοτάζω [σύν, σκότος] donker worden; onpers. συσκοτάζει het wordt donker. Thuc. 1.51.2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συσκοτάζω:''' [[становиться темным]], [[темнеть]] Lys., Xen., Dem.: ξυνεσκόταζε [[ἤδη]] Thuc. уже смеркалось. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συσκοτάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σκοτεινιάζω]], [[γίνομαι]] εντελώς [[σκοτεινός]], βυθίζομαι στο [[σκοτάδι]]· απρόσ., <i>συσκοτάζει</i>, σκοτεινιάζει, πέφτει [[σκοτάδι]], σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''συσκοτάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σκοτεινιάζω]], [[γίνομαι]] εντελώς [[σκοτεινός]], βυθίζομαι στο [[σκοτάδι]]· απρόσ., <i>συσκοτάζει</i>, σκοτεινιάζει, πέφτει [[σκοτάδι]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συσκοτάζω''': ἐντελῶς [[σκοτίζω]], ποιῶ τι σκοτεινόν, τὰ ἄστρα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ΄, 7)· ἡμέραν εἰς νύκτα σ. [[αὐτόθι]] (Ἀμὼς Ε΄, 8). ΙΙ. ἀμεταβ., [[γίνομαι]] [[ὅλως]] [[σκοτεινός]], ὁ οὐρανὸς συσκ. νεφέλαις [[αὐτόθι]] (Γ΄ Βασιλ. ΙΗ΄, 45, πρβλ. Ἰωὴλ Γ΄, 15, κ. ἀλλ.)· -[[ἀλλά]], 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. ἀεὶ ἀπροσώπως, συσκοτίζει, «σκοτεινιάζει», [[σκότος]] γίνεται, Θουκ. 1. 51., 7. 73, Ξεν., κλπ.· ἤδη συσκοτάζοντος, ὅτε ἤδη ἤρχισε νὰ γίνηται [[σκότος]], Λυσίου Ἀποσπ. 45. 4, πρβλ. ὕω, [[νίφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[grow]] [[quite]] [[dark]]: impers., συσκοτάζει it grows [[dark]], Thuc., Xen. | |mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[grow]] [[quite]] [[dark]]: impers., συσκοτάζει it grows [[dark]], Thuc., Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 2 October 2022
English (LSJ)
A make dark, τὰ ἄστρα LXX Ez.32.7; ἡμέραν εἰς νύκτα σ. ib.Am.5.8. II intr., grow quite dark, ὁ οὐρανὸς σ. νεφέλαις ib. 3 Ki.18.45, cf. Jl.3.15, al.:—but, 2 in early writers, always impers., ξυσκοτάζει (sc. ὁ θεός) it grows dark, Th.1.51, 7.73, cf. X.Cyr. 7.5.15, etc.; ἤδη συσκοτάζοντος (sc. τοῦ θεοῦ) when it was now getting dark, Lys.Fr.75.4, cf. Diocl.Fr.141; συσκοτάζοντος ἄρτι τοῦ θεοῦ Plb. 31.13.9.
German (Pape)
[Seite 1042] 1) umfinstern, umdunkeln, ganz verfinstern. – 2) intrans., rings finster, dunkel werden, ξυνεσκόταζε γὰρ ἤδη, Thuc. 1, 51. 7, 73 Xen. Cyr. 4, 5, 5 Dem. 54, 5, Pol. 31, 21, 9 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
être obscur ; • impers. ξυνεσκόταζε ἤδη THC il faisait déjà nuit.
Étymologie: σύν, σκοτάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσκοτάζω [σύν, σκότος] donker worden; onpers. συσκοτάζει het wordt donker. Thuc. 1.51.2.
Russian (Dvoretsky)
συσκοτάζω: становиться темным, темнеть Lys., Xen., Dem.: ξυνεσκόταζε ἤδη Thuc. уже смеркалось.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυσκοτάζω Α
1. καθιστώ κάτι εντελώς σκοτεινό («καὶ συσκοτάσω τοὺς ἀστέρας αὐτοῦ», ΠΔ)
2. γίνομαι εντελώς σκοτεινός («καὶ ὁ οὐρανὸς συνεσκότασε νεφέλαις», Πολ.)
3. απρόσ. συσκοτάζει ή ξυσκοτάζει
σκοτεινιάζει εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκοτάζω (< σκότος)].
Greek Monotonic
συσκοτάζω: μέλ. -σω, σκοτεινιάζω, γίνομαι εντελώς σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι· απρόσ., συσκοτάζει, σκοτεινιάζει, πέφτει σκοτάδι, σε Θουκ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συσκοτάζω: ἐντελῶς σκοτίζω, ποιῶ τι σκοτεινόν, τὰ ἄστρα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ΄, 7)· ἡμέραν εἰς νύκτα σ. αὐτόθι (Ἀμὼς Ε΄, 8). ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι ὅλως σκοτεινός, ὁ οὐρανὸς συσκ. νεφέλαις αὐτόθι (Γ΄ Βασιλ. ΙΗ΄, 45, πρβλ. Ἰωὴλ Γ΄, 15, κ. ἀλλ.)· -ἀλλά, 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. ἀεὶ ἀπροσώπως, συσκοτίζει, «σκοτεινιάζει», σκότος γίνεται, Θουκ. 1. 51., 7. 73, Ξεν., κλπ.· ἤδη συσκοτάζοντος, ὅτε ἤδη ἤρχισε νὰ γίνηται σκότος, Λυσίου Ἀποσπ. 45. 4, πρβλ. ὕω, νίφω.
Middle Liddell
fut. σω
to grow quite dark: impers., συσκοτάζει it grows dark, Thuc., Xen.