συσκοπέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br />considérer ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκοπέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br />considérer ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκοπέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συσκοπέω''': θεωρῶ, [[ἐξετάζω]], παρατηρῶ μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], [[συνεξετάζω]], τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 89Α· τὰ λεγόμενα ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 197Ε· μέλλ. συσκέψομαι, Ἡρῳδιαν. 1. 17· - ἐνεστ. συσκέπτομαι, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ.
|elnltext=συσκοπέω [σύν, σκοπέω] samen beschouwen.
}}
{{elru
|elrutext='''συσκοπέω:''' [[вместе рассматривать]], [[сообща исследовать]] (τὰ λεγόμενα Plat.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, [[θεωρώ]], [[παρατηρώ]] από κοινού, [[συσκέπτομαι]], [[συνεξετάζω]], [[συνεκτιμώ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συσκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, [[θεωρώ]], [[παρατηρώ]] από κοινού, [[συσκέπτομαι]], [[συνεξετάζω]], [[συνεκτιμώ]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συσκοπέω:''' [[вместе рассматривать]], [[сообща исследовать]] (τὰ λεγόμενα Plat.).
|lstext='''συσκοπέω''': θεωρῶ, [[ἐξετάζω]], παρατηρῶ μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], [[συνεξετάζω]], τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 89Α· τὰ λεγόμενα ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 197Ε· μέλλ. συσκέψομαι, Ἡρῳδιαν. 1. 17· - ἐνεστ. συσκέπτομαι, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ.
}}
{{elnl
|elnltext=συσκοπέω [σύν, σκοπέω] samen beschouwen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -σκέψομαι<br />to [[contemplate]] [[along]] with or [[together]], Plat.
|mdlsjtxt=fut. -σκέψομαι<br />to [[contemplate]] [[along]] with or [[together]], Plat.
}}
}}

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσκοπέω Medium diacritics: συσκοπέω Low diacritics: συσκοπέω Capitals: ΣΥΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: syskopéō Transliteration B: syskopeō Transliteration C: syskopeo Beta Code: suskope/w

English (LSJ)

contemplate along with or together, τὸν λόγον Pl.Phd. 89a; τὰ λεγόμενα Id.La.197e: fut. συσκέψομαι Hdn.1.17.7: pf. part. Pass. συνεσκεμμένα Iamb.Protr.21. λά.

German (Pape)

[Seite 1042] auch συσκοπέομαι, mit, zugleich, zusammen besehen, betrachten, Plat. Phaed. 89 a Lach. 197 e, nur praes. u. impf. Vgl. συσκέπτομαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
considérer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, σκοπέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσκοπέω [σύν, σκοπέω] samen beschouwen.

Russian (Dvoretsky)

συσκοπέω: вместе рассматривать, сообща исследовать (τὰ λεγόμενα Plat.).

Greek Monotonic

συσκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, θεωρώ, παρατηρώ από κοινού, συσκέπτομαι, συνεξετάζω, συνεκτιμώ, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συσκοπέω: θεωρῶ, ἐξετάζω, παρατηρῶ μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνεξετάζω, τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 89Α· τὰ λεγόμενα ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 197Ε· μέλλ. συσκέψομαι, Ἡρῳδιαν. 1. 17· - ἐνεστ. συσκέπτομαι, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ.

Middle Liddell

fut. -σκέψομαι
to contemplate along with or together, Plat.