τάρακτρον: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />cause de trouble, instrument de désordre.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
|btext=ου (τό) :<br />cause de trouble, instrument de désordre.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τάρακτρον:''' (τᾰ) τό уполовник, перен. смутьян Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τάρακτρον:''' τό ([[ταράσσω]]), [[εργαλείο]] για [[ανακάτεμα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''τάρακτρον:''' τό ([[ταράσσω]]), [[εργαλείο]] για [[ανακάτεμα]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''τάρακτρον:''' (τᾰ) τό уполовник, перен. смутьян Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τάρακτρον]], ου, τό, [[ταράσσω]]<br />a [[tool]] for [[stirring]] with, Ar. τᾰράκτωρ, ὁ, poet. for [[ταράκτης]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[τάρακτρον]], ου, τό, [[ταράσσω]]<br />a [[tool]] for [[stirring]] with, Ar. τᾰράκτωρ, ὁ, poet. for [[ταράκτης]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 15:59, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρακτρον Medium diacritics: τάρακτρον Low diacritics: τάρακτρον Capitals: ΤΑΡΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: táraktron Transliteration B: taraktron Transliteration C: taraktron Beta Code: ta/raktron

English (LSJ)

τό, tool for stirring with: metaph. of a person, = ταρακτικός, Ar.Pax654 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1069] τό, Geräth zum Umrühren, Rührkelle, Ar. Pax 655. S. ταρακτήριος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cause de trouble, instrument de désordre.
Étymologie: ταράσσω.

Russian (Dvoretsky)

τάρακτρον: (τᾰ) τό уполовник, перен. смутьян Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τάρακτρον: τό, ἐργαλεῖον δι’ ἀνακάτωμα, εἶδος χουλιάρας, μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου ταραξίου, πανοῦργος ἦν, ὅτ’ ἔζη, καὶ λάλος καὶ συκοφάντης καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον Ἀριστοφ. Εἰρ. 654.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. εργαλείο για ανακάτεμα
2. μτφ. (για πρόσ.) ταραξίας, ταραχοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταράσσω + επίθημα -τρον (πρβλ. πλήκ-τρον)].

Greek Monotonic

τάρακτρον: τό (ταράσσω), εργαλείο για ανακάτεμα, σε Αριστ.

Middle Liddell

τάρακτρον, ου, τό, ταράσσω
a tool for stirring with, Ar. τᾰράκτωρ, ὁ, poet. for ταράκτης, Aesch.