τειχεσιπλήτης: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. voc.</i> τειχεσιπλῆτα;<br />qui s'approche des murailles pour les saper, destructeur de remparts (Arès).<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], [[πελάω]].
|btext=<i>seul. voc.</i> τειχεσιπλῆτα;<br />qui s'approche des murailles pour les saper, destructeur de remparts (Arès).<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], [[πελάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τειχεσιπλήτης:''' ου ὁ [[πελάζω]] (только voc. τειχεσιπλῆτα) подступающий к стенам, т. е. разрушитель городских стен (эпитет Арея) Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τειχεσιπλήτης:''' -ου, ὁ ([[πελάζω]]), αυτός που προσβάλλει, που πλήττει τα τείχη, δηλ. αυτός που επιτίθεται αιφνιδιαστικά και βίαια στις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τειχεσιπλήτης:''' -ου, ὁ ([[πελάζω]]), αυτός που προσβάλλει, που πλήττει τα τείχη, δηλ. αυτός που επιτίθεται αιφνιδιαστικά και βίαια στις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τειχεσιπλήτης:''' ου ὁ [[πελάζω]] (только voc. τειχεσιπλῆτα) подступающий к стенам, т. е. разрушитель городских стен (эпитет Арея) Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τειχεσι-[[πλήτης]], ου, ὁ, [[πελάζω]]<br />approacher of walls, i. e. stormer of cities, Il.
|mdlsjtxt=τειχεσι-[[πλήτης]], ου, ὁ, [[πελάζω]]<br />approacher of walls, i. e. stormer of cities, Il.
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχεσιπλήτης Medium diacritics: τειχεσιπλήτης Low diacritics: τειχεσιπλήτης Capitals: ΤΕΙΧΕΣΙΠΛΗΤΗΣ
Transliteration A: teichesiplḗtēs Transliteration B: teichesiplētēs Transliteration C: teichesiplitis Beta Code: teixesiplh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (πελάζω) only in voc. τειχεσιπλῆτα, approacher of walls, i.e. stormer of cities, epithet of Ares, Il.5.31,455 (where τειχεσιβλῆτα was read by Zenod. etc.): cf. δασπλῆτις.

German (Pape)

[Seite 1080] ὁ, der sich als Feind den Mauern nähert, gegen sie anstürmt, Ares, im voc. τειχεσιπλῆτα, Il. 5, 31. 455.

French (Bailly abrégé)

seul. voc. τειχεσιπλῆτα;
qui s'approche des murailles pour les saper, destructeur de remparts (Arès).
Étymologie: τεῖχος, πελάω.

Russian (Dvoretsky)

τειχεσιπλήτης: ου ὁ πελάζω (только voc. τειχεσιπλῆτα) подступающий к стенам, т. е. разрушитель городских стен (эпитет Арея) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

τειχεσιπλήτης: -ου, ὁ, (πελάζω) ὁ τὰ τείχη πλήττων, προσβάλλων ἐξ ἐφόδου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως. Ἰλ. Ε. 31, 455 (ἔνθα -βλήτης εἶναι πλημμ. γραφή)· ― ὁ Νικήτ. ἔχει κριὸς τειχεσιπλήκτης, ὁ πλήττων τὰ τείχη· πρβλ. δασπλῆτις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τειχεσιπλῆτα· προσπελάζων τείχεσι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

English (Autenrieth)

stormer of walls or cities, Il. 5.31 and 455.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + -πλήτης (< θ. πλητ-, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της ρίζας πελᾶ- του πέλας + κατάλ. -της)].

Greek Monotonic

τειχεσιπλήτης: -ου, ὁ (πελάζω), αυτός που προσβάλλει, που πλήττει τα τείχη, δηλ. αυτός που επιτίθεται αιφνιδιαστικά και βίαια στις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τειχεσι-πλήτης, ου, ὁ, πελάζω
approacher of walls, i. e. stormer of cities, Il.