τεκτοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>gén. pl. épq.</i> τεκτοσυνάων;<br />ouvrage de charpente <i>ou</i> d'architecture, art de construire.<br />'''Étymologie:''' [[τέκτων]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>gén. pl. épq.</i> τεκτοσυνάων;<br />ouvrage de charpente <i>ou</i> d'architecture, art de construire.<br />'''Étymologie:''' [[τέκτων]].
}}
{{elru
|elrutext='''τεκτοσύνη:''' (ῠ) ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[плотничное мастерство]] Hom., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[мастерство]], [[искусство]]: τ. ἐπέων Anth. поэтическое искусство.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεκτοσύνη:''' ἡ, η [[τέχνη]] του ξυλουργού, ξυλουργική [[τέχνη]], <i>ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄτιμον [[χέρα]] τεκτοσύνας</i>, [[χέρι]] μη τιμημένο, μη ικανό στην [[τέχνη]] του, σε Ευρ.
|lsmtext='''τεκτοσύνη:''' ἡ, η [[τέχνη]] του ξυλουργού, ξυλουργική [[τέχνη]], <i>ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἄτιμον [[χέρα]] τεκτοσύνας</i>, [[χέρι]] μη τιμημένο, μη ικανό στην [[τέχνη]] του, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεκτοσύνη:''' (ῠ) ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[плотничное мастерство]] Hom., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[мастерство]], [[искусство]]: τ. ἐπέων Anth. поэтическое искусство.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τεκτοσύνη]], ἡ,<br />the art of a [[joiner]], [[carpentry]], ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας [[hand]] [[unhonoured]] in its art, Eur. [from [[τέκτων]]
|mdlsjtxt=[[τεκτοσύνη]], ἡ,<br />the art of a [[joiner]], [[carpentry]], ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας [[hand]] [[unhonoured]] in its art, Eur. [from [[τέκτων]]
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκτοσύνη Medium diacritics: τεκτοσύνη Low diacritics: τεκτοσύνη Capitals: ΤΕΚΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: tektosýnē Transliteration B: tektosynē Transliteration C: tektosyni Beta Code: tektosu/nh

English (LSJ)

ἡ, the art of a joiner, carpentry, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.5.250; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας hand unhonoured in its art, E.Andr.1015 (lyr.): metaph., τ. ἐπέων AP7.159 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 1084] ἡ, die Kunst des Zimmermanns, die Baukunst, auch die Arbeit selbst, der Bau; Hom. im plur., ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, Od. 5, 250; Eur. Andr. 1015; ἐπέων, Nicarch. 38 (VII, 159).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gén. pl. épq. τεκτοσυνάων;
ouvrage de charpente ou d'architecture, art de construire.
Étymologie: τέκτων.

Russian (Dvoretsky)

τεκτοσύνη: (ῠ) ἡ тж. pl.
1) плотничное мастерство Hom., Eur.;
2) мастерство, искусство: τ. ἐπέων Anth. поэтическое искусство.

Greek (Liddell-Scott)

τεκτοσύνη: ἡ, τέχνη τοῦ τέκτονος, τεκτονική, ξυλουργική, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Ὀδ. Ε. 250· ἄτιμον χεῖρα τεκτοσύνας, χεῖρα μὴ τιμηθεῖσαν ἐν τῇ τέχνῃ της, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1015· μεταφ., τ. ἐπέων Ἀνθ. Π. 7. 159.

English (Autenrieth)

art of the joiner, carpentry, pl., Od. 5.250†.

Greek Monolingual

ἡ, Α τέκτων, -ονος]
1. η τέχνη του τέκτονα, του μαραγκού
2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιδεξιότητατεκτοσύνη ἐπέων», Παλ. Ανθ.).

Greek Monotonic

τεκτοσύνη: ἡ, η τέχνη του ξυλουργού, ξυλουργική τέχνη, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, σε Ομήρ. Οδ.· ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας, χέρι μη τιμημένο, μη ικανό στην τέχνη του, σε Ευρ.

Middle Liddell

τεκτοσύνη, ἡ,
the art of a joiner, carpentry, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας hand unhonoured in its art, Eur. [from τέκτων