τυφλόπους: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ποδος (ὁ, ἡ)<br />qui marche aveuglément, au hasard.<br />'''Étymologie:''' [[τυφλός]], [[πούς]]. | |btext=-ποδος (ὁ, ἡ)<br />qui marche aveuglément, au hasard.<br />'''Étymologie:''' [[τυφλός]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τυφλόπους -ποδος [τυφλός, πούς] [[met blindemans voet]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τυφλόπους:''' 2, gen. ποδος [[идущий вслепую]]: τ. [[πούς]] Eur. нога слепца. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τυφλόπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει τυφλά πόδια, λέγεται για τον Οιδίποδα, σε Ευρ. | |lsmtext='''τυφλόπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει τυφλά πόδια, λέγεται για τον Οιδίποδα, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τυφλό-πους,<br />with [[blind]] [[foot]], of [[Oedipus]], Eur. | |mdlsjtxt=τυφλό-πους,<br />with [[blind]] [[foot]], of [[Oedipus]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 00:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, with blind foot, of Oedipus, E.Ph.1549 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
-ποδος (ὁ, ἡ)
qui marche aveuglément, au hasard.
Étymologie: τυφλός, πούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυφλόπους -ποδος [τυφλός, πούς] met blindemans voet.
Russian (Dvoretsky)
τυφλόπους: 2, gen. ποδος идущий вслепую: τ. πούς Eur. нога слепца.
Greek (Liddell-Scott)
τυφλόπους: οδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τυφλοὺς πόδας (ὡς τὸ τοῦ Μίλτωνος ‘these dark steps'), ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος, ἃ πόδα σὸν τυφλόπουν θεραπεύμασιν αἰὲν ἐμόχθει Εὐριπ. Φοίν. 1549, ἔνθα ἴδε Πρόρσωνα.
Greek Monolingual
-οδος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει τυφλά πόδια, δηλαδή που περιπλανιέται χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].
Greek Monotonic
τυφλόπους: ὁ, ἡ, αυτός που έχει τυφλά πόδια, λέγεται για τον Οιδίποδα, σε Ευρ.