τριτοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui fait office de troisième pied (bâton).<br />'''Étymologie:''' [[τρίτος]], [[βαίνω]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui fait office de troisième pied (bâton).<br />'''Étymologie:''' [[τρίτος]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῐτοβάμων''': [ᾰ], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον [[πόδα]], ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ [[βάκτρον]], ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ [[βάκτρον]]) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. [[τρίπους]] ΙΙ.
|elnltext=τριτοβᾱ́μων -ον, gen. -ονος [τρίτος, βαίνω] Dor. als derde voet:. ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου ik, die voor mijn hand een stok als derde voet nodig heb Eur. Tr. 275.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐτοβάμων:''' 2, gen. ονος идущий в качестве третьего, т. е. служащий (как бы) третьей ногой: τριτοβάμονος [[δεύεσθαι]] βάκτρου Eur. нуждаться в палке для ходьбы.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τρῐτοβάμων:''' [ᾱ], -ον ([[βαίνω]]), αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει το τρίτο [[πόδι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''τρῐτοβάμων:''' [ᾱ], -ον ([[βαίνω]]), αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει το τρίτο [[πόδι]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐτοβάμων:''' 2, gen. ονος идущий в качестве третьего, т. е. служащий (как бы) третьей ногой: τριτοβάμονος [[δεύεσθαι]] βάκτρου Eur. нуждаться в палке для ходьбы.
|lstext='''τρῐτοβάμων''': [], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον [[πόδα]], ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ [[βάκτρον]], ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ [[βάκτρον]]) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. [[τρίπους]] ΙΙ.
}}
{{elnl
|elnltext=τριτοβᾱ́μων -ον, gen. -ονος [τρίτος, βαίνω] Dor. als derde voet:. ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου ik, die voor mijn hand een stok als derde voet nodig heb Eur. Tr. 275.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐτο-βά¯μων, ον, [[βαίνω]]<br />forming a [[third]] [[foot]], Eur.
|mdlsjtxt=τρῐτο-βά¯μων, ον, [[βαίνω]]<br />forming a [[third]] [[foot]], Eur.
}}
}}

Revision as of 22:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτοβᾱ́μων Medium diacritics: τριτοβάμων Low diacritics: τριτοβάμων Capitals: ΤΡΙΤΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: tritobámōn Transliteration B: tritobamōn Transliteration C: tritovamon Beta Code: tritoba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος, forming a third foot, βάκτρον E. Tr. 275 (lyr.); cf. τρίπους ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui fait office de troisième pied (bâton).
Étymologie: τρίτος, βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριτοβᾱ́μων -ον, gen. -ονος [τρίτος, βαίνω] Dor. als derde voet:. ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου ik, die voor mijn hand een stok als derde voet nodig heb Eur. Tr. 275.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτοβάμων: 2, gen. ονος идущий в качестве третьего, т. е. служащий (как бы) третьей ногой: τριτοβάμονος δεύεσθαι βάκτρου Eur. нуждаться в палке для ходьбы.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, ἡ Α
φρ. «τριτοβαμονος βάκτρου» — με το μπαστούνι που είναι σαν τρίτο πόδι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. μονο-βάμων].

Greek Monotonic

τρῐτοβάμων: [ᾱ], -ον (βαίνω), αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει το τρίτο πόδι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτοβάμων: [ᾰ], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον πόδα, ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ βάκτρον, ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ βάκτρον) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. τρίπους ΙΙ.

Middle Liddell

τρῐτο-βά¯μων, ον, βαίνω
forming a third foot, Eur.