τύμμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />coup, blessure.<br />'''Étymologie:''' [[τύπτω]].
|btext=ατος (τό) :<br />coup, blessure.<br />'''Étymologie:''' [[τύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τύμμα''': τό, ([[τύπτω]]), [[κτύπημα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, Θεόκρ. 4. 55, κλπ.
|elnltext=τύμμα -ατος, τό [τύπτω] slag, stoot, steek; spec. wond.
}}
{{elru
|elrutext='''τύμμα:''' ατος τό [[τύπτω]] удар рана Aesch., Arst., Theocr.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τύμμα:''' -ατος, τό ([[τύπτω]]), [[χτύπημα]], σε Αισχύλ., Θεόκρ.
|lsmtext='''τύμμα:''' -ατος, τό ([[τύπτω]]), [[χτύπημα]], σε Αισχύλ., Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τύμμα:''' ατος τό [[τύπτω]] удар рана Aesch., Arst., Theocr.
|lstext='''τύμμα''': τό, ([[τύπτω]]), [[κτύπημα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, Θεόκρ. 4. 55, κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=τύμμα -ατος, τό [τύπτω] slag, stoot, steek; spec. wond.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τύμμα]], ατος, τό, [[τύπτω]]<br />a [[blow]], Aesch., Theocr.
|mdlsjtxt=[[τύμμα]], ατος, τό, [[τύπτω]]<br />a [[blow]], Aesch., Theocr.
}}
}}

Revision as of 22:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύμμα Medium diacritics: τύμμα Low diacritics: τύμμα Capitals: ΤΥΜΜΑ
Transliteration A: týmma Transliteration B: tymma Transliteration C: tymma Beta Code: tu/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (τύπτω) blow, wound, A.Ag.1430 (lyr.); esp. a pick, sting, or snake-bite, Hp.Epid.7.37, Arist.HA624a16, Theoc.4.55, Androm. ap. Gal.14.33; τύμματα πληγῶν PSI5.455.16 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1161] τό, Schlag, Hieb, Wunde; ἔτι σε χρὴ στερομέναν φίλων τύμμα τύμματι τῖσαι, Aesch. Ag. 1405; Theocr. 4, 55; Nic. Th. 931; Opp. Hal. 2, 50; κέντρῳ τύμμα φέρεις, M. Arg. 2 (V, 32).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
coup, blessure.
Étymologie: τύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύμμα -ατος, τό [τύπτω] slag, stoot, steek; spec. wond.

Russian (Dvoretsky)

τύμμα: ατος τό τύπτω удар рана Aesch., Arst., Theocr.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, ΜΑ
το αποτέλεσμα του τύπτω, πλήγμα, χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ- του τύπτω + κατάλ. -μα με αφομοίωση του -π- σε -μ- (πρβλ. γράμ-μα)].

Greek Monotonic

τύμμα: -ατος, τό (τύπτω), χτύπημα, σε Αισχύλ., Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

τύμμα: τό, (τύπτω), κτύπημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, Θεόκρ. 4. 55, κλπ.

Middle Liddell

τύμμα, ατος, τό, τύπτω
a blow, Aesch., Theocr.