φιλέταιρος: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui aime ses camarades <i>ou</i> ses amis ; τὸ φιλέταιρον <i>c.</i> [[φιλεταιρία]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἑταῖρος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui aime ses camarades <i>ou</i> ses amis ; τὸ φιλέταιρον <i>c.</i> [[φιλεταιρία]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἑταῖρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλέταιρος:''' [[любящий друзей]], [[привязанный к товарищам]] Thuc., Plat., Arst., Luc.: ὁ [[τρόπος]] φ. Xen. любовь к товарищам. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλέταιρος:''' αυτός που αγαπά τη [[συντροφιά]] κάποιου ή είναι [[θιασώτης]] του, [[πιστός]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-ρως</i>, σε Αισχίν. | |lsmtext='''φῐλέταιρος:''' αυτός που αγαπά τη [[συντροφιά]] κάποιου ή είναι [[θιασώτης]] του, [[πιστός]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-ρως</i>, σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῐλ-έταιρος, ον,<br />[[fond]] of one's comrades or partisans, true to them, Thuc., Xen., etc.:—adv. -ρως, Aeschin. | |mdlsjtxt=φῐλ-έταιρος, ον,<br />[[fond]] of one's comrades or partisans, true to them, Thuc., Xen., etc.:—adv. -ρως, Aeschin. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:31, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, fond of one's comrades or partisans, true to them, Pl.Ly.211e, Arist. Rh.1389a37, Thphr.Char.29.4; ἀνδρεία, τρόπος, ἦθος, Th.3.82, X. Cyr.8.3.49, Cratin.Jun.12; τὸ φ., = φιλεταιρία, Timocl.8.4, Plu.Lys. 5. Adv. -ρως, in bad sense, Aeschin.1.110.
German (Pape)
[Seite 1276] seine Gefährten, Kameraden, Freunde liebend; Thuc. 3, 82; Plat. Lys. 211 e; τρόπος Xen. Cyr. 8, 3,49; Folgde; Luc. Macrob. 12. – Adv., φιλεταίρως κλέπτειν Aesch. 1, 110.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime ses camarades ou ses amis ; τὸ φιλέταιρον c. φιλεταιρία.
Étymologie: φίλος, ἑταῖρος.
Russian (Dvoretsky)
φιλέταιρος: любящий друзей, привязанный к товарищам Thuc., Plat., Arst., Luc.: ὁ τρόπος φ. Xen. любовь к товарищам.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέταιρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἑαυτοῦ ἑταίρους, ἀφωσιωμένος εἰς αὐτούς, πιστός, Θουκ. 3. 82, Πλάτ. Λῦσ. 211Ε, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 49, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 13· ― τὸ φιλέταιρον, = φιλεταιρία, Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 4, Πλούτ.· οὕτω, φ. ἦθος Κρατῖνος Νεώτ. ἐν Ἀδήλ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχίν. 15. 32.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλέταιρος, -ον, ΝΑ, και φιλοέταιρος Α
αυτός που αγαπά τους συντρόφους, που είναι πιστός και αφοσιωμένος σε αυτούς
νεοελλ.
ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο φιλέταφος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλέταιρον
η φιλεταιρ(ε)ία.
επίρρ...
φιλεταίρως Α
με φιλεταιρ(ε)ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἑταῖρος «σύντροφος»].
Greek Monotonic
φῐλέταιρος: αυτός που αγαπά τη συντροφιά κάποιου ή είναι θιασώτης του, πιστός, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -ρως, σε Αισχίν.
Middle Liddell
φῐλ-έταιρος, ον,
fond of one's comrades or partisans, true to them, Thuc., Xen., etc.:—adv. -ρως, Aeschin.