φρόντισμα: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet de méditation, sujet de préoccupation <i>ou</i> de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />objet de méditation, sujet de préoccupation <i>ou</i> de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φρόντισμα:''' ατος τό мысль или выдумка Arph., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρόντισμα:''' -ατος, τό ([[φροντίζω]]), αυτό που σκέφτεται [[κάποιος]], [[σκέψη]], [[επίνοια]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φρόντισμα:''' -ατος, τό ([[φροντίζω]]), αυτό που σκέφτεται [[κάποιος]], [[σκέψη]], [[επίνοια]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρόντισμα:''' ατος τό мысль или выдумка Arph., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φρόντισμα]], ατος, τό, [[φροντίζω]]<br />that [[which]] is [[thought]] out, a [[thought]], [[invention]], Ar.
|mdlsjtxt=[[φρόντισμα]], ατος, τό, [[φροντίζω]]<br />that [[which]] is [[thought]] out, a [[thought]], [[invention]], Ar.
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρόντισμα Medium diacritics: φρόντισμα Low diacritics: φρόντισμα Capitals: ΦΡΟΝΤΙΣΜΑ
Transliteration A: phróntisma Transliteration B: phrontisma Transliteration C: frontisma Beta Code: fro/ntisma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is thought out, thought, invention, Ar.Nu.155, Luc.Bis Acc.34, etc.; τὰ φ. premeditated speeches, Philostr.VS1 Prooem.; of a literary work, ib.1.18.4, al. II = φροντίς 111.2, PLond.5.1648.12 (iv A. D.), Lyd.Mag.1.50, al., Cod.Just.12.60.7.9, Just.Nov.8Ed.1.

German (Pape)

[Seite 1309] τό, das Ausgesonnene, Erdachte, bes. das sein Ausstudirte, Ar. Nubb. 155, ein Gegenstand des Nachdenkens od. Forschens; τὰ φροντίσματα, ausgearbeitete Reden, Philostr.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de méditation, sujet de préoccupation ou de sollicitude.
Étymologie: φροντίζω.

Russian (Dvoretsky)

φρόντισμα: ατος τό мысль или выдумка Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φρόντισμα: τό, ὅ,τι σκέπτεταί τις, σκέψις, ἐπίνοια, Ἀριστοφ. Νεφ. 155, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34, κλπ.· τὰ φροντίσματα, λόγοι προμεμελετημένοι Φιλοστρ. 482· ― ὡσαύτως φροντισμός, ὁ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ φροντίζω
νεοελλ.
φροντίδα, μέριμνα
αρχ.
1. επινόημα, σκέψη
2. στον πληθ. τὰ φροντίσματα
οι προμελετημένοι λόγοι.

Greek Monotonic

φρόντισμα: -ατος, τό (φροντίζω), αυτό που σκέφτεται κάποιος, σκέψη, επίνοια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φρόντισμα, ατος, τό, φροντίζω
that which is thought out, a thought, invention, Ar.