χειροτέχνημα: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ouvrage fait à la main.<br />'''Étymologie:''' [[χειροτέχνης]].
|btext=ατος (τό) :<br />ouvrage fait à la main.<br />'''Étymologie:''' [[χειροτέχνης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειροτέχνημα:''' ατος τό произведение (человеческого) искусства, изделие Babr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειροτέχνημα:''' -ατος, τό, [[έργο]] τέχνης, σε Βάβρ.
|lsmtext='''χειροτέχνημα:''' -ατος, τό, [[έργο]] τέχνης, σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειροτέχνημα:''' ατος τό произведение (человеческого) искусства, изделие Babr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χειροτέχνημα]], ατος, τό,<br />a [[work]] of art, Babr. [from [[χειροτέχνης]]
|mdlsjtxt=[[χειροτέχνημα]], ατος, τό,<br />a [[work]] of art, Babr. [from [[χειροτέχνης]]
}}
}}

Revision as of 16:54, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτέχνημα Medium diacritics: χειροτέχνημα Low diacritics: χειροτέχνημα Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΜΑ
Transliteration A: cheirotéchnēma Transliteration B: cheirotechnēma Transliteration C: cheirotechnima Beta Code: xeirote/xnhma

English (LSJ)

ατος, τό, work of art, Babr.30.4 (cj.), Poll.7.7, Lib.Or.11.254.

German (Pape)

[Seite 1346] τό, die Arbeit eines Handwerkers, Poll.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ouvrage fait à la main.
Étymologie: χειροτέχνης.

Russian (Dvoretsky)

χειροτέχνημα: ατος τό произведение (человеческого) искусства, изделие Babr.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτέχνημα: τό, ἔργον τέχνης, Βαβρ. 30.4, Πολυδ. Β΄, 148., 7. 7.

Greek Monolingual

το, ΝΑ χειροτεχνῶ
έργο χειροτεχνίας, έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέριέκθεση χειροτεχνημάτων κεντητικής και υφαντικής»).

Greek Monotonic

χειροτέχνημα: -ατος, τό, έργο τέχνης, σε Βάβρ.

Middle Liddell

χειροτέχνημα, ατος, τό,
a work of art, Babr. [from χειροτέχνης