χαλκόπλευρος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux flancs d'airain (urne).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πλευρά]]. | |btext=ος, ον :<br />aux flancs d'airain (urne).<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πλευρά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκόπλευρος:''' [[меднобокий]] ([[τύπωμα]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκόπλευρος:''' -ον ([[πλευρά]]), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, [[τύπωμα]] χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο [[κάλπη]], σε Σοφ. | |lsmtext='''χαλκόπλευρος:''' -ον ([[πλευρά]]), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, [[τύπωμα]] χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο [[κάλπη]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, with sides of bronze, τύπωμα χ., of a cinerary urn, S.El.54.
German (Pape)
[Seite 1331] mit ehernen od. kupfernen Seiten, κτύπωμα, Urne, Soph. El. 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux flancs d'airain (urne).
Étymologie: χαλκός, πλευρά.
Russian (Dvoretsky)
χαλκόπλευρος: меднобокий (τύπωμα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πλευρὰς ἐκ χαλκοῦ, τύπωμα χαλκ., ἐπὶ τεφροδόχου κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 54.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. μονό-πλευρος, χρυσό-πλευρος].
Greek Monotonic
χαλκόπλευρος: -ον (πλευρά), αυτός που έχει πλευρές από χαλκό, τύπωμα χαλκόπλευρον, λέγεται για τεφροδόχο κάλπη, σε Σοφ.
Middle Liddell
χαλκό-πλευρος, ον, πλευρά
with sides of brass, τύπωμα χαλκ., of a cinerary urn, Soph.