Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρυσήλατος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont l'or s'étend <i>ou</i> s'étire (sous le marteau), travaillé en or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ἐλαύνω]].
|btext=ος, ον :<br />dont l'or s'étend <i>ou</i> s'étire (sous le marteau), travaillé en or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ἐλαύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσήλᾰτος:''' [[сделанный из золота]], [[золотой]] ([[θῶμιγξ]] Aesch.; [[περονίς]] Soph.; πόρπαι, [[πλόκος]] Eur.; [[τρίπους]] Arph.; [[ὑδρία]] Plut.; [[ἀνήρ]] Aesch., Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]] III), κατασκευασμένος από κατεργασμένο χρυσό, από σφυρηλατημένο χρυσό, σε Τραγ.
|lsmtext='''χρῡσήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]] III), κατασκευασμένος από κατεργασμένο χρυσό, από σφυρηλατημένο χρυσό, σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσήλᾰτος:''' [[сделанный из золота]], [[золотой]] ([[θῶμιγξ]] Aesch.; [[περονίς]] Soph.; πόρπαι, [[πλόκος]] Eur.; [[τρίπους]] Arph.; [[ὑδρία]] Plut.; [[ἀνήρ]] Aesch., Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρῡσ-ήλᾰτος, ον, [[ἐλαύνω]] III]<br />of [[beaten]] [[gold]], goldwrought, Trag.
|mdlsjtxt=χρῡσ-ήλᾰτος, ον, [[ἐλαύνω]] III]<br />of [[beaten]] [[gold]], goldwrought, Trag.
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσήλᾰτος Medium diacritics: χρυσήλατος Low diacritics: χρυσήλατος Capitals: ΧΡΥΣΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: chrysḗlatos Transliteration B: chrysēlatos Transliteration C: chrysilatos Beta Code: xrush/latos

English (LSJ)

ον, (ἐλαύνω 111.1) of beaten gold, A. Th.644, S.OT1268, E.Ph.62, Ar.Pl.9, Plu.Demetr.53; ἄνδρες Luc. Sat.8; Παρία πέτρα E.ap.Satyr.Vit.Eur.Oxy.1176Fr.38ii24.

German (Pape)

[Seite 1380] aus Gold getrieben, gearbeitet; ὄφεις Eur. Ion 25, wie Aesch. Eum. 173 Spt. 626; περονίς Soph. Tr. 920 O. R. 1268; πλόκος Eur. Med. 786; πόρπαι Phoen. 62, u. öfter; Ar. Plut. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l'or s'étend ou s'étire (sous le marteau), travaillé en or.
Étymologie: χρυσός, ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσήλᾰτος: сделанный из золота, золотой (θῶμιγξ Aesch.; περονίς Soph.; πόρπαι, πλόκος Eur.; τρίπους Arph.; ὑδρία Plut.; ἀνήρ Aesch., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω ΙΙΙ. 1) ὁ ἐκ σφυρηλάτου χρυσοῦ εἰργασμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 644, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1268, Εὐρ. Φοίν. 62, Ἀριστοφ. Πλ. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσήλατος, -ον, ΝΜΑ, και χρυσέλατος Α
κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ήλατος (< ἐλαύνω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

χρῡσήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω III), κατασκευασμένος από κατεργασμένο χρυσό, από σφυρηλατημένο χρυσό, σε Τραγ.

Middle Liddell

χρῡσ-ήλᾰτος, ον, ἐλαύνω III]
of beaten gold, goldwrought, Trag.