Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψωραλέος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br />galeux.<br />'''Étymologie:''' [[ψώρα]].
|btext=α, ον :<br />galeux.<br />'''Étymologie:''' [[ψώρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψωρᾰλέος''': -α, -ον, [[πλήρης]] ψώρας, «ψωριασμένος», Λατ. scabiosus, ζῷα Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 11· βόες Λόγγος 3. 29.
|elnltext=ψωραλέος -α -ον [ψώρα] schurftig.
}}
{{elru
|elrutext='''ψωρᾰλέος:''' [[пораженный кожной болезнью]], [[покрытый струпьями]] Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψωρᾰλέος:''' -α, -ον, [[ψωριάρης]], ψωριασμένος, σε Ξεν.
|lsmtext='''ψωρᾰλέος:''' -α, -ον, [[ψωριάρης]], ψωριασμένος, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψωρᾰλέος:''' [[пораженный кожной болезнью]], [[покрытый струпьями]] Xen.
|lstext='''ψωρᾰλέος''': -α, -ον, [[πλήρης]] ψώρας, «ψωριασμένος», Λατ. scabiosus, ζῷα Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 11· βόες Λόγγος 3. 29.
}}
{{elnl
|elnltext=ψωραλέος -α -ον [ψώρα] schurftig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψωρᾰλέος, η, ον, [from [[ψώρα]]<br />[[scabby]], [[mangy]], Xen.
|mdlsjtxt=ψωρᾰλέος, η, ον, [from [[ψώρα]]<br />[[scabby]], [[mangy]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωρᾰλέος Medium diacritics: ψωραλέος Low diacritics: ψωραλέος Capitals: ΨΩΡΑΛΕΟΣ
Transliteration A: psōraléos Transliteration B: psōraleos Transliteration C: psoraleos Beta Code: ywrale/os

English (LSJ)

α, ον, itchy, scabby, mangy, ζῷα X.Cyr.1.4.11; βόες Longus 3.29.

German (Pape)

[Seite 1406] krätzig, räudig, mit juckendem Hautausschlage behaftet, von Menschen u. Thieren, auch von einzelnen Gliedern des menschlichen Leibes, Xen. Cyr. 1, 4,11. – Von Bäumen, an zu vielem Moose oder an der Baumkrätze leidend, Theophr.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
galeux.
Étymologie: ψώρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψωραλέος -α -ον [ψώρα] schurftig.

Russian (Dvoretsky)

ψωρᾰλέος: пораженный кожной болезнью, покрытый струпьями Xen.

Greek Monolingual

-α, -ο / ψωραλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα
αρχ.
(για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή ψώρας («λοιμώδους καὶ ψωραλέας νόσου», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

ψωρᾰλέος: -α, -ον, ψωριάρης, ψωριασμένος, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ψωρᾰλέος: -α, -ον, πλήρης ψώρας, «ψωριασμένος», Λατ. scabiosus, ζῷα Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 11· βόες Λόγγος 3. 29.

Middle Liddell

ψωρᾰλέος, η, ον, [from ψώρα
scabby, mangy, Xen.