ἀμετροεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui bavarde sans mesure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμετρος]], [[ἔπος]].
|btext=ής, ές :<br />qui bavarde sans mesure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμετρος]], [[ἔπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμετροεπής:''' [[не в меру болтливый]] ([[Θερσίτης]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμετροεπής:''' -ές ([[ἔπος]]), [[αχαλίνωτος]] στη [[γλώσσα]], [[ακατάσχετος]] στα [[λόγια]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀμετροεπής:''' -ές ([[ἔπος]]), [[αχαλίνωτος]] στη [[γλώσσα]], [[ακατάσχετος]] στα [[λόγια]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμετροεπής:''' [[не в меру болтливый]] ([[Θερσίτης]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄμετρος]], [[ἔπος]]<br />[[unmeasured]] in words, Il.
|mdlsjtxt=[[ἄμετρος]], [[ἔπος]]<br />[[unmeasured]] in words, Il.
}}
}}

Revision as of 17:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετροεπής Medium diacritics: ἀμετροεπής Low diacritics: αμετροεπής Capitals: ΑΜΕΤΡΟΕΠΗΣ
Transliteration A: ametroepḗs Transliteration B: ametroepēs Transliteration C: ametroepis Beta Code: a)metroeph/s

English (LSJ)

ές, unbridled of tongue, Il.2.212, Ph. 1.616.

Spanish (DGE)

-ές
1 de pers. deslenguado, sin mesura en el hablar Tersites Il.2.212, cf. Man.4.563, Poll.6.146
neutr. subst. τὸ ἀμετροεπές = charlatanería διὰ τὸ λάλον καὶ ἀμετροεπές Ph.1.616.
2 de palabras desmesurado ἄκοσμοι καὶ ἀ. ... φωναί Ph.1.693.

German (Pape)

[Seite 123] Hom. einmal, Iliad. 2, 212 Θερσίτης δ' ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα, ὅς ῥ' ἔπεα φρεσὶν ᾑσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη, μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν; der dritte Vers erklärt das ἄκοσμα des zweiten, der zweite das ἀμετροεπής des ersten; also = maßlos im Reden, viel u. unziemlich schwatzend.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui bavarde sans mesure.
Étymologie: ἄμετρος, ἔπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετροεπής: не в меру болтливый (Θερσίτης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετροεπής: -ές, ἄμετρος ἐν τῷ λέγειν, ἀχαλίνωτος τὴν γλῶσσαν, φλύαρος, Ἰλ. Β. 212.

English (Autenrieth)

(ϝέπος): of unmeasured speech, Il. 2.212†.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμετροεπής)
αυτός που δεν έχει μέτρο στο λέγειν, φλύαρος, αθυρόστομος, αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + -επής < ἔπος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροέπεια].

Greek Monotonic

ἀμετροεπής: -ές (ἔπος), αχαλίνωτος στη γλώσσα, ακατάσχετος στα λόγια, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἄμετρος, ἔπος
unmeasured in words, Il.