ἀνάμβατος: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut monter (cheval).<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀναβαίνω]]. | |btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut monter (cheval).<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀναβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάμβᾰτος:''' [[не имеющий всадника]], [[не используемый для верховой езды]] ([[ἵππος]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνάμβᾰτος:''' -ον, λέγεται για [[άλογο]], αυτό που δεν έχει αναβάτη, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀνάμβᾰτος:''' -ον, λέγεται για [[άλογο]], αυτό που δεν έχει αναβάτη, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />of a [[horse]], that one cannot [[mount]], Xen. | |mdlsjtxt=<br />of a [[horse]], that one cannot [[mount]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, of a horse, that one cannot mount, unbroken, X. Cyr.4.5.46.
Spanish (DGE)
-ον no montable, indómito del caballo, X.Cyr.4.5.46.
German (Pape)
[Seite 197] nicht zu besteigen, ἵππος, Pferd ohne Reiter, nicht zugeritten, Xen. Cyr. 4, 5, 46.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut monter (cheval).
Étymologie: ἀ, ἀναβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάμβᾰτος: не имеющий всадника, не используемый для верховой езды (ἵππος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμβᾰτος: -ον, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἱππέα, τούτους οὖν (τοὺς ἵππους) εἰ μὲν ἐάσωμεν ἀναμβάτους, ἄνευ ἀναβάτου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 46. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς προστίθεται καὶ ἡ σημασία, «ὁ μὴ ἀμβατός, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἀδάμαστος», ἀλλ’ ἄνευ μαρτυρίας.
Greek Monolingual
ἀνάμβατος, -ον (Α)
(για άλογα) αυτός που δεν μπορεί να τον ιππεύσει κανείς, αδάμαστος, ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀμβατός < ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός, τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί»].
Greek Monotonic
ἀνάμβᾰτος: -ον, λέγεται για άλογο, αυτό που δεν έχει αναβάτη, σε Ξεν.