ἀμφαγείρομαι: Difference between revisions
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.2 épq. 3ᵉ pl.</i> ἀμφαγέροντο, <i>d'où postér. prés. 3ᵉ pl.</i> ἀμφαγέρονται;<br />se rassembler autour de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἀγείρω]]. | |btext=<i>ao.2 épq. 3ᵉ pl.</i> ἀμφαγέροντο, <i>d'où postér. prés. 3ᵉ pl.</i> ἀμφαγέρονται;<br />se rassembler autour de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἀγείρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφᾰγείρομαι:''' Theocr. ἀμφᾰγέρομαι собираться вокруг, обступать (τινα Hom., Theocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφαγείρομαι:''' Μέσ., συγκεντρώνομαι [[ολόγυρα]], <i>θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο</i> (αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου ο ενεστ. <i>ἀμφαγέρομαι</i>, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀμφαγείρομαι:''' Μέσ., συγκεντρώνομαι [[ολόγυρα]], <i>θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο</i> (αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου ο ενεστ. <i>ἀμφαγέρομαι</i>, σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />Mid. to [[gather]] [[round]], θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο (aor2) Il.: [[hence]] pres. ἀμφαγέρομαι, Theocr. | |mdlsjtxt=<br />Mid. to [[gather]] [[round]], θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο (aor2) Il.: [[hence]] pres. ἀμφαγέρομαι, Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 3 October 2022
English (LSJ)
Med., gather round, Hom. only in aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο Il.18.37, cf. A.R.4.1527: in later Ep. pres. ἀμφαγέρομαι Theoc.17.94, Opp.H.3.231, 4.114.
German (Pape)
[Seite 133] Hom. im aor. Iliad. 18, 37 θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, versammelten sich um Thetis; Ap. Rh. 4, 1527; Opp. hat daraus ein praes. ἀμφαγέρονται gemacht, z. B. Hal. 3, 231.
French (Bailly abrégé)
ao.2 épq. 3ᵉ pl. ἀμφαγέροντο, d'où postér. prés. 3ᵉ pl. ἀμφαγέρονται;
se rassembler autour de.
Étymologie: ἀμφί, ἀγείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφᾰγείρομαι: Theocr. ἀμφᾰγέρομαι собираться вокруг, обступать (τινα Hom., Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφαγείρομαι: Μέσ. συναθροίζομαι, συνέρχομαι πέριξ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. β΄, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο Ἰλ. Σ.37, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1527· ἐντεῦθεν παρὰ μεταγεν. Ἐπ. εὑρίσκομεν ἐνεστ. ἀμφαγέρομαι Θεόκρ. 17.94, Ὀππ. Ἁλ. 3.231., 4.114· πρβλ. ἀμφηγερέθομαι.
English (Autenrieth)
gather around, only aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, Il. 18.37†.
Greek Monolingual
ἀμφαγείρομαι (Α)
συναθροίζομαι γύρω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + αρχ. ἀγείρομαι. Οι τ. ἠγερέθονται, ἠγερόθοντο πλάστηκαν στην επική γλώσσα με παρεμβολή του σχηματιστικού επιθήματος -θ- και γενίκευση του η για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
ἀμφαγείρομαι: Μέσ., συγκεντρώνομαι ολόγυρα, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο (αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου ο ενεστ. ἀμφαγέρομαι, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
Mid. to gather round, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο (aor2) Il.: hence pres. ἀμφαγέρομαι, Theocr.