ἀνδρακάς: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>adv.</i><br />par homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]].
|btext=<span class="bld">1</span><i>adv.</i><br />par homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρᾰκάς:''' adv. каждый в отдельности Hom., Aesch.: ἅπαντες ἀ. Hom. ap. Plut. все поголовно.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρᾰκάς:''' επίρρ. ([[ἀνήρ]]), [[άνδρας]] με άνδρα = <i>κατ' ἄνδρα</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀνδρᾰκάς:''' επίρρ. ([[ἀνήρ]]), [[άνδρας]] με άνδρα = <i>κατ' ἄνδρα</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρᾰκάς:''' adv. каждый в отдельности Hom., Aesch.: ἅπαντες ἀ. Hom. ap. Plut. все поголовно.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]]<br />man by man, = κατ' ἄνδρα, Od.
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]]<br />man by man, = κατ' ἄνδρα, Od.
}}
}}

Revision as of 17:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρᾰκάς Medium diacritics: ἀνδρακάς Low diacritics: ανδρακάς Capitals: ΑΝΔΡΑΚΑΣ
Transliteration A: andrakás Transliteration B: andrakas Transliteration C: andrakas Beta Code: a)ndraka/s

English (LSJ)

(A), Adv. A man by man, Od.13.14, Cratin.19, cf. Plu.2.151e; ἀνδρακάς καθήμενος apart, A. Ag.1595, cf. Hsch. (ἀνδρακάς perhaps cognate with Skt. -śás in dviśás 'two by two', etc.)
(B), άδος, ἡ, A a man's portion, Nic.Th. 643.

Spanish (DGE)

(ἀνδρᾰκάς)
adv.
1 uno por uno, por separado οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ἠδὲ λέβητα ἀνδρακάς Od.13.14, cf. Cratin.19, Plu.2.151e, A.D.Adu.160.20.
2 aparte ἀ. καθήμενος A.A.1595.
-άδος, ἡ
lote, porción que toca a un hombre ἀπ' ἀνδρακάδα προταμὼν ἰσήρεα Nic.Th.643, cf. Hsch., v. ἀνδροκάς.

German (Pape)

[Seite 216] ἡ, ἰσήρης, gleicher Antheil jedes Mannes, Nic. Th. 642. Mann für Mann, δοῦναί τι, Od. 13, 14, vgl. die Scholl. u. Apollon. lex. Hom.; Aesch. Ag. 1572. So viel als χωρίς, einzeln, Cratin. B. A. 384, cf. Suid.

French (Bailly abrégé)

1adv.
par homme.
Étymologie: ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρᾰκάς: adv. каждый в отдельности Hom., Aesch.: ἅπαντες ἀ. Hom. ap. Plut. все поголовно.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰκάς: ἐπίρρ. (ἀνήρ), = κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, ἀλλ’ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ... ἀνδρακὰς Ὀδ. Ν. 14, Κρατῖν, ἐν «Βουκόλοις» 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 151E· ἀνδρακὰς καθήμενος, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1595 (ἀλλ. ὁ Ἕρμαν. γράφει: ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημα ...). - «κατ’ ἄνδρα ἕνα ἕκαστον ἐπιρρηματικῶς· ὡς εἰπεῖν καθ’ ἕνα, ἢ κατ’ ἄνδρα» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

man by man (viritim), Od. 13.14†. (v.l. ἄνδρα κάθ.)

Greek Monolingual

(I)
ἀνδρακάς επίρρ. (Α)
ανά άνδρα, ανά έκαστον άνδρα, στον καθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + (επιρρ, κατάλ.) -κας, η οποία πιθ. συνδέεται με την αρχ. ινδ. κατάλ, -sas (πρβλ. ēca-śas «καθ' ένα», dvi-śas «κατά ζεύγη» κ.ά.)].
(II)
ἀνδρακάς (-άδος), η (Α)
το μερίδιο που αντιστοιχεί σε κάθε άνδρα.

Greek Monotonic

ἀνδρᾰκάς: επίρρ. (ἀνήρ), άνδρας με άνδρα = κατ' ἄνδρα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἀνήρ
man by man, = κατ' ἄνδρα, Od.