ἀντιφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=être dans l'exil pour expier l'exil d'un autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[φεύγω]].
|btext=être dans l'exil pour expier l'exil d'un autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[φεύγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιφεύγω:''' (вместо кого-л.) отправляться в изгнание ([[ἀντί]] τινος Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[φεύγω]] για την [[εξορία]] με τη [[σειρά]] μου, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀντιφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[φεύγω]] για την [[εξορία]] με τη [[σειρά]] μου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιφεύγω:''' (вместо кого-л.) отправляться в изгнание ([[ἀντί]] τινος Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to go [[into]] [[exile]] in [[turn]], Eur.
|mdlsjtxt=to go [[into]] [[exile]] in [[turn]], Eur.
}}
}}

Revision as of 17:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφεύγω Medium diacritics: ἀντιφεύγω Low diacritics: αντιφεύγω Capitals: ΑΝΤΙΦΕΥΓΩ
Transliteration A: antipheúgō Transliteration B: antipheugō Transliteration C: antifeygo Beta Code: a)ntifeu/gw

English (LSJ)

flee or go into exile in turn, ἀντί τινος E.El.1091.

Spanish (DGE)

ir al destierro a su vez παιδὸς ἀντὶ σοῦ a cambio del destierro de tu hijo E.El.1091.

French (Bailly abrégé)

être dans l'exil pour expier l'exil d'un autre.
Étymologie: ἀντί, φεύγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφεύγω: (вместо кого-л.) отправляться в изгнание (ἀντί τινος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφεύγω: πέμπομαι εἰς ἐξορίαν, ἢ φεύγω ὡς ἐξόριστος ἀντὶ ἄλλου, κοὔτ’ ἀντιφεύγει παιδὸς ἀντὶ σοῦ πόσις, καὶ οὔτε ἀντεξορίζεται οὗτος ὁ σύζυγός σου (ὁ Αἴγισθος) ὁ ἐξορίσας τὸν σὸν υἱὸν Ὀρέστην, Εὐρ. Ἠλ. 1091.

Greek Monolingual

ἀντιφεύγω (Α)
εξορίζομαι για να τιμωρηθώ επειδή εξόρισα άδικα κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

ἀντιφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, φεύγω για την εξορία με τη σειρά μου, σε Ευρ.

Middle Liddell

to go into exile in turn, Eur.