ἀξυγκρότητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>anc. att. p.</i> [[ἀσυγκρότητος]].
|btext=<i>anc. att. p.</i> [[ἀσυγκρότητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀξυγκρότητος:''' староатт. = [[ἀσυγκρότητος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀξυγκρότητος:''' -ον ([[συγκροτέω]]), μη συγκολλημένος με [[σφυρηλάτηση]]· μεταφ. λέγεται για τα [[κουπιά]], μη εξασκημένος να κωπηλατεί ταυτόχρονα με άλλον, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀξυγκρότητος:''' -ον ([[συγκροτέω]]), μη συγκολλημένος με [[σφυρηλάτηση]]· μεταφ. λέγεται για τα [[κουπιά]], μη εξασκημένος να κωπηλατεί ταυτόχρονα με άλλον, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀξυγκρότητος:''' староатт. = [[ἀσυγκρότητος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συγκροτέω]]<br />not [[welded]] [[together]] by the [[hammer]]:— metaph. of rowers, not [[trained]] to [[keep]] [[time]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[συγκροτέω]]<br />not [[welded]] [[together]] by the [[hammer]]:— metaph. of rowers, not [[trained]] to [[keep]] [[time]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξυγκρότητος Medium diacritics: ἀξυγκρότητος Low diacritics: αξυγκρότητος Capitals: ΑΞΥΓΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: axynkrótētos Transliteration B: axynkrotētos Transliteration C: aksygkrotitos Beta Code: a)cugkro/thtos

English (LSJ)

ον, for ἀσυγκρότητος, not welded together by the hammer: metaph. of rowers, not trained to pull together, Th.8.95; of style, not compact, rambling, D.H.Dem.19.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀσυγ- D.H.Dem.19
1 no ensamblado fig. de los remeros que no están entrenados para remar al unísono Th.8.95.
2 fig. que no tiene cohesión, incoherente del estilo, D.H.l.c.

French (Bailly abrégé)

anc. att. p. ἀσυγκρότητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀξυγκρότητος: староатт. = ἀσυγκρότητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξυγκρότητος: -ον, ἀντί ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ πυκνόν, ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.

Greek Monolingual

ἀξυγκρότητος, -ον (αντί ἀσυγκρότητος) (Α)
1. αυτός που δεν συγκολλήθηκε με σφυρί
2. μτφ. (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους
3. (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ξυγκροτώ (αντί συγκροτώ) < ξυν + κροτώ].

Greek Monotonic

ἀξυγκρότητος: -ον (συγκροτέω), μη συγκολλημένος με σφυρηλάτηση· μεταφ. λέγεται για τα κουπιά, μη εξασκημένος να κωπηλατεί ταυτόχρονα με άλλον, σε Θουκ.

Middle Liddell

συγκροτέω
not welded together by the hammer:— metaph. of rowers, not trained to keep time, Thuc.