ἀνυστός: Difference between revisions

From LSJ

Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut accomplir : [[ὡς]] ἀνυστόν XÉN, ᾗ ἀνυστόν XÉN autant que possible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνύω]].
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut accomplir : [[ὡς]] ἀνυστόν XÉN, ᾗ ἀνυστόν XÉN autant que possible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυστός:''' [[исполнимый]], [[достижимый]] Eur., Arst., Plut.: ὡς или ᾗ ἀνυστόν Xen. насколько возможно.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυστός:''' -όν ([[ἀνύω]]), κατορθωμένος, [[κατορθωτός]], σε Ευρ.· <i>ὡς ἀνυστόν</i>, όπως το <i>ὡς δυνατόν</i>, <i>σιγῇ ὡς ἀν</i>., όσο πιο [[σιγά]] γίνεται, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνυστός:''' -όν ([[ἀνύω]]), κατορθωμένος, [[κατορθωτός]], σε Ευρ.· <i>ὡς ἀνυστόν</i>, όπως το <i>ὡς δυνατόν</i>, <i>σιγῇ ὡς ἀν</i>., όσο πιο [[σιγά]] γίνεται, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυστός:''' [[исполнимый]], [[достижимый]] Eur., Arst., Plut.: ὡς или ᾗ ἀνυστόν Xen. насколько возможно.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῠστός Medium diacritics: ἀνυστός Low diacritics: ανυστός Capitals: ΑΝΥΣΤΟΣ
Transliteration A: anystós Transliteration B: anystos Transliteration C: anystos Beta Code: a)nusto/s

English (LSJ)

όν, A to be accomplished, practicable, οὔκ ἐστ' ἀνυστὸν τόνδε σοι κατακτανεῖν E.Heracl.961, cf. D.Chr.12.34; τί γὰρ μερόπεσσιν ἀ.; Opp.H.2.4: neut., ὡς ἀνυστόν [ἐστι], like ὡς δυνατόν, ὡς ἀ. κάλλιστα Diog.Apoll.3; ὡς ἀ. ἀνθρωπίνῃ γνώμῃ Hp. Nat.Puer.29; σιγῇ ὡς ἀνυστόν = as silently as possible, X.An.1.8.11; ᾗ ἀ. μετριωτάτῳ Id.Lac.1.3; τὰ ἀνθρώπῳ ἀ. Arist.Fr.44. 2 of persons, able, ready, πρὸς λόγους Hp.Decent.3.

Spanish (DGE)

-όν
• Alolema(s): tb. ἁνυστός X.An.1.8.11, Lac.1.3
I de abstr.
1 posible, realizable ἀνυστά περ ἀντιόωσαν A.R.3.717
en constr. neg. οὐ γὰρ ἀνυστόν Parm.B 2.7, D.Chr.12.34, ἄλλως τε οὐκ ἀνυστόν de otra forma no es posible Hp.Septim.122.20
c. inf. οὐ γὰρ ἀνυστὸν ... εἶναι Anaxag.B 5, Thgn.1195
τί γὰρ μερόπεσσιν ἀνυστόν; Opp.H.2.4
ὡς ἀνυστόν lo más posible, en la medida posible Hp.Nat.Puer.29, σιγῇ ὡς ἀ. con el mayor silencio posible X.An.l.c., ὡς ἀνυστὸν κάλλιστα Diog.Apoll.B 3, σίτῳ ᾗ ἀνυστὸν μετριωτάτῳ X.Lac.l.c.
subst. μάλιστα τῶν ἀνυστῶν Democr.B 279, τὰ ἀνθρώπῳ ἀνυστά Arist.Fr.44.
2 accesible τοῦτο (μάθημα) ἀνυστὸν ἀνθρώπῳ S.E.M.1.9.
II de pers. capaz πρὸς λόγους Hp.Decent.3.

German (Pape)

[Seite 267] vollendet, thunlich, ὡς ἀνυστόν, so viel als möglich, Xen. An. 1, 8, 11; Arr. 1, 4, 10; Plut. Lyc. 29 u. sonst; οὐκ ἔστ' ἀνυστόν σοι, du kannst es nicht durchsetzen, Eur. Heracl. 961.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut accomplir : ὡς ἀνυστόν XÉN, ᾗ ἀνυστόν XÉN autant que possible.
Étymologie: ἀνύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυστός: исполнимый, достижимый Eur., Arst., Plut.: ὡς или ᾗ ἀνυστόν Xen. насколько возможно.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυστός: -όν, ὁ δυνάμενος νὰ γείνῃ, κατορθωτός, οὐκ ἔστ’ ἀνυστὸν τόνδε σοι κατακτανεῖν, δὲν εἶναι ἐπιτετραμμένον, Εὐρ. Ἡρακλ. 961· τὶ γὰρ μερόπεσσιν ἀνυστὸν νόσφι θεῶν; τὶ δύνανται νὰ κάμωσιν οἱ θνητοὶ χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ; Ὀππ. Ἁλ. 2. 4: - οὐδ., ὡς ἀνυστόν [ἐστι], κατὰ τὸ δυνατόν, κατὰ δύναμιν, ὡς ἀνυστὸν κάλλιστα Διογ. Ἀπολλ. Ἀποσπ. 4· ὡς ἀνυστὸν ἀνθρωπίνῃ γνώμῃ Ἱππ. 245. 51· σιγῇ ὡς ἀν., ὡς οἷόν τε ἐν σιγῇ, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 11· ᾗ ἀν. μετριωτάτῳ ὁ αὐτ. Λακ. 1. 3· τὸ μετὰ τὸ ἄριστον... ἀνυστὸν Ἀριστ. Ἀποσπ. 40. 2) ἐπὶ προσώπων, ἱκανός, ἕτοιμος, πρὸς λόγους Ἱππ. 22. 53.

Greek Monolingual

ἀνυστός, -όν (Α) ανύω
1. κατορθωτός
2. επιτρεπόμενος
3. (το ουδ. με το ως) «ὡς ἀνυστόν» — κατά το δυνατόν
4. (για πρόσωπα) ικανός, έτοιμος.

Greek Monotonic

ἀνυστός: -όν (ἀνύω), κατορθωμένος, κατορθωτός, σε Ευρ.· ὡς ἀνυστόν, όπως το ὡς δυνατόν, σιγῇ ὡς ἀν., όσο πιο σιγά γίνεται, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀνύω
to be accomplished, practicable, Eur.; ὡς ἀνυστόν, like ὡς δυνατόν, σιγῆι ὡς ἀν. as silently as possible, Xen.

English (Woodhouse)

feasible

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)