ἀπαιτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀπαιτέω]].
|btext=<i>c.</i> [[ἀπαιτέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαιτίζω:''' Hom. = [[ἀπαιτέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαιτίζω:''' μόνον στη μτχ. ενεστ., = [[ἀπαιτέω]], [[απαιτώ]] να μου επιστραφεί [[κάτι]], <i>χρήματα</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀπαιτίζω:''' μόνον στη μτχ. ενεστ., = [[ἀπαιτέω]], [[απαιτώ]] να μου επιστραφεί [[κάτι]], <i>χρήματα</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαιτίζω:''' Hom. = [[ἀπαιτέω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />only in pres. [[part]]., = [[ἀπαιτέω]], to [[demand]] [[back]], χρήματα Od.
|mdlsjtxt=<br />only in pres. [[part]]., = [[ἀπαιτέω]], to [[demand]] [[back]], χρήματα Od.
}}
}}

Revision as of 18:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιτίζω Medium diacritics: ἀπαιτίζω Low diacritics: απαιτίζω Capitals: ΑΠΑΙΤΙΖΩ
Transliteration A: apaitízō Transliteration B: apaitizō Transliteration C: apaitizo Beta Code: a)paiti/zw

English (LSJ)

= ἀπαιτέω, demand back, of things forcibly taken away, χρήματα Od.2.78, cf. Call.Fr.178; simply, demand, τινά τι Nonn.D.42.382, cf. Opp.H.5.443.

Spanish (DGE)

exigir la devolución de χρήματα Od.2.78, ἑὴν εὐεργέα λάκτιν Call.Fr.286
pedir, reclamar ποινήν Nonn.D.29.316
c. ac. de pers. y de cosa ποινὴν ἀπρήκτου φιλότητος ἀπαιτίζουσι γυναῖκας Nonn.D.42.382.

German (Pape)

[Seite 275] = ἀπαιτέω, zurückfordern, unrechtmäßig entzogenes Gut, Od. 2, 78.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπαιτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιτίζω: Hom. = ἀπαιτέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτίζω: μέλλ. -ίσω = ἀπαιτέω, ζητῶ ὀπίσω, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων διὰ τῆς βίας ἀφαιρεθέντων, χρήματα Ὀδ. Β. 78· πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νόνν. Δ. 42. 382.

English (Autenrieth)

reclaim, Od. 2.78†.

Greek Monolingual

ἀπαιτίζω (Α)
απαιτώ, ζητώ να μου επιστραφεί κάτι που μου πήραν με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αιτίζω, επικ. τ. του αιτώ].

Greek Monotonic

ἀπαιτίζω: μόνον στη μτχ. ενεστ., = ἀπαιτέω, απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι, χρήματα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell


only in pres. part., = ἀπαιτέω, to demand back, χρήματα Od.